-
1 περιαλουργος
-
2 περιαλουργός
περιαλουργόςwith purple all round: masc /fem nom sg -
3 περιαλουργός
περιᾰλουργός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαλουργός
-
4 περι-αλο υργός
περι-αλο υργός, rings mit Purpur gefärbt, Ar. Ach. 821, ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς, komisch.
-
5 Dyed
adj.Ar. βαπτός.Fast-dyed: P. δευσοποιός.met., dyed deep in sin: Ar. περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς (Ach. 856).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dyed
См. также в других словарях:
περιαλουργός — with purple all round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαλουργός — όν, Α αυτός που έχει πορφυρό χρώμα σε όλη την επιφάνεια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἁλουργός «πορφυρός»] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek