Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περιᾰλουργός

См. также в других словарях:

  • περιαλουργός — with purple all round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαλουργός — όν, Α αυτός που έχει πορφυρό χρώμα σε όλη την επιφάνεια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἁλουργός «πορφυρός»] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»