-
61 περιάγουσιν
περϊάγουσιν, περιάγωlead: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)περϊάγουσιν, περιάγωlead: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) -
62 περιάξαι
περϊά̱ξαῑ, περιάγνυμιbend and break all round: aor opt act 3rd sgπερϊάξαι, περιάγωlead: aor inf actπερϊάξαῑ, περιάγωlead: aor opt act 3rd sg -
63 περιάξομαι
περϊά̱ξομαι, περιάγνυμιbend and break all round: aor subj mid 1st sg (epic)περϊά̱ξομαι, περιάγνυμιbend and break all round: fut ind mid 1st sgπερϊάξομαι, περιάγωlead: aor subj mid 1st sg (epic)περϊάξομαι, περιάγωlead: fut ind mid 1st sg -
64 περιάξοντα
περϊά̱ξοντα, περιάγνυμιbend and break all round: fut part act neut nom /voc /acc plπερϊά̱ξοντα, περιάγνυμιbend and break all round: fut part act masc acc sgπερϊάξοντα, περιάγωlead: fut part act neut nom /voc /acc plπερϊάξοντα, περιάγωlead: fut part act masc acc sg -
65 περιάξοντι
περϊά̱ξοντι, περιάγνυμιbend and break all round: fut part act masc /neut dat sgπερϊά̱ξοντι, περιάγνυμιbend and break all round: fut ind act 3rd pl (doric aeolic)περϊάξοντι, περιάγωlead: fut part act masc /neut dat sgπερϊάξοντι, περιάγωlead: fut ind act 3rd pl (doric aeolic) -
66 περιήγαγον
περϊήγαγον, περιάγωlead: aor ind act 3rd pl (attic epic ionic)περϊήγαγον, περιάγωlead: aor ind act 1st sg (attic epic ionic) -
67 περίαγε
περΐαγε, περιάγωlead: pres imperat act 2nd sgπερΐαγε, περιάγωlead: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
68 periagium
-
69 περι-αγῑνέω
περι-αγῑνέω, = περιάγω, in tmesi, Arat. 23.
-
70 αντιπεριαγω
-
71 εκπεριαγω
-
72 ξυμπεριαγω
(ᾰ) вместе водить кругом, возить повсюду(πολλὰ ὅπλα Xen.)
συμπεριάγεσθαι περὴ τῆς γῆς Arst. — кружиться вокруг земли;ὁπλοφόρους συμπεριάγεσθαι Xen. — разъезжать в сопровождении вооруженных людей -
73 συμπεριαγω
(ᾰ) вместе водить кругом, возить повсюду(πολλὰ ὅπλα Xen.)
συμπεριάγεσθαι περὴ τῆς γῆς Arst. — кружиться вокруг земли;ὁπλοφόρους συμπεριάγεσθαι Xen. — разъезжать в сопровождении вооруженных людей -
74 дискредитировать
δυσφημίζω, περιάγω σε ανυποληψία, αμφισβητώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дискредитировать
-
75 доводить
доводитьнесов1. (сопровождать) ὀδηγῶ, ἄγω / συνοδεύω (провожать)·2. (до какого-л. состояния) φέρ(ν)ω, καταντώ, περιάγω, ὀδηγῶ:\доводить до отчаяния φέρ(ν)ω σέ ἀπελπισίαν, φέρ(ν)ω σέ ἀπόγνωση· \доводить до слез κάνω κάποιον νά κλάψει· \доводить до бешенства κάνω κάποιον Ιξω φρενών, κάνω κάποιον νά λυσσάζει· \доводить до крайности ὀδηγῶ κάποιον στά ἄκρα· \доводить до конца ἀποπερατώνω, ἀποτελειώνω, φέρ(ν)ω σέ (είς) πέρας·3. (увеличивать или уменьшать) φέρ(ν)ω ὡς ἕνα σημείο, αὐξάνω ἡ ἐλαττώνω κάτι:\доводить до максимума φέρ(ν)ω στό ἀνώτατο ὀριο, φέρ(ν)ω στόν ἀνωτατον βαθμό· \доводить выработку до... (αυξάνω) τήν παραγωγή ὠς... (μέχρι...)·4. (проводить) ἐκτείνω, ἐπεκτείνω, προεκτείνω:\доводить железную дорогу до побережья ἐκτείνω (или προεκτείνω) τήν σιδηροδρομική γραμμή ὡς τήνἀκτή· ◊ \доводить до сведения καθιστώ γνωστό, γνωστοποιώ· \доводить до сознания καθιστώ κάτι καταληπτό, καθιστώ κάτι νοητό, κάνω νά καταλάβει κάποιος. -
76 αντιπεριαγομένη
-
77 ἀντιπεριαγομένη
-
78 αντιπεριαγομένην
-
79 ἀντιπεριαγομένην
-
80 αντιπεριαγομένου
См. также в других словарях:
περιάγω — περϊάγω , περιάγω lead pres subj act 1st sg περϊάγω , περιάγω lead pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάγω — ΝΜΑ οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί. β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.) νεοελλ. κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν… … Dictionary of Greek
περιάγετε — περϊά̱γετε , περιάγω lead imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) περϊάγετε , περιάγω lead pres imperat act 2nd pl περϊάγετε , περιάγω lead pres ind act 2nd pl περϊάγετε , περιάγω lead imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάξομεν — περϊά̱ξομεν , περιάγνυμι bend and break all round aor subj act 1st pl (epic) περϊά̱ξομεν , περιάγνυμι bend and break all round fut ind act 1st pl περϊάξομεν , περιάγω lead aor subj act 1st pl (epic) περϊά̱ξομεν , περιάγω lead aor ind act 1st pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάξω — περϊά̱ξω , περιάγνυμι bend and break all round aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) περϊά̱ξω , περιάγνυμι bend and break all round aor subj act 1st sg περϊά̱ξω , περιάγνυμι bend and break all round fut ind act 1st sg περϊά̱ξω , περιάγνυμι bend and… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγόμεθα — περϊᾱγόμεθα , περιάγω lead imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) περϊαγόμεθα , περιάγω lead pres ind mp 1st pl περϊαγόμεθα , περιάγω lead imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγμένα — περϊηγμένα , περιάγω lead perf part mp neut nom/voc/acc pl περϊηγμένᾱ , περιάγω lead perf part mp fem nom/voc/acc dual περϊηγμένᾱ , περιάγω lead perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάγομεν — περϊά̱γομεν , περιάγω lead imperf ind act 1st pl (doric aeolic) περϊάγομεν , περιάγω lead pres ind act 1st pl περϊάγομεν , περιάγω lead imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάγου — περϊά̱γου , περιάγω lead imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) περϊάγου , περιάγω lead pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) περϊάγου , περιάγω lead imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάγῃ — περϊάγῃ , περιάγω lead pres subj mp 2nd sg περϊάγῃ , περιάγω lead pres ind mp 2nd sg περϊάγῃ , περιάγω lead pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάξει — περϊά̱ξει , περιάγνυμι bend and break all round aor subj act 3rd sg (epic) περϊά̱ξει , περιάγνυμι bend and break all round fut ind mid 2nd sg περϊά̱ξει , περιάγνυμι bend and break all round fut ind act 3rd sg περϊάξει , περιάγω lead aor subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)