Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

περιάγω

  • 1 дискредитировать

    δυσφημίζω, περιάγω σε ανυποληψία, αμφισβητώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дискредитировать

  • 2 доводить

    доводить
    несов
    1. (сопровождать) ὀδηγῶ, ἄγω / συνοδεύω (провожать)·
    2. (до какого-л. состояния) φέρ(ν)ω, καταντώ, περιάγω, ὀδηγῶ:
    \доводить до отчаяния φέρ(ν)ω σέ ἀπελπισίαν, φέρ(ν)ω σέ ἀπόγνωση· \доводить до слез κάνω κάποιον νά κλάψει· \доводить до бешенства κάνω κάποιον Ιξω φρενών, κάνω κάποιον νά λυσσάζει· \доводить до крайности ὀδηγῶ κάποιον στά ἄκρα· \доводить до конца ἀποπερατώνω, ἀποτελειώνω, φέρ(ν)ω σέ (είς) πέρας·
    3. (увеличивать или уменьшать) φέρ(ν)ω ὡς ἕνα σημείο, αὐξάνω ἡ ἐλαττώνω κάτι:
    \доводить до максимума φέρ(ν)ω στό ἀνώτατο ὀριο, φέρ(ν)ω στόν ἀνωτατον βαθμό· \доводить выработку до... (αυξάνω) τήν παραγωγή ὠς... (μέχρι...)·
    4. (проводить) ἐκτείνω, ἐπεκτείνω, προεκτείνω:
    \доводить железную дорогу до побережья ἐκτείνω (или προεκτείνω) τήν σιδηροδρομική γραμμή ὡς τήνἀκτή· ◊ \доводить до сведения καθιστώ γνωστό, γνωστοποιώ· \доводить до сознания καθιστώ κάτι καταληπτό, καθιστώ κάτι νοητό, κάνω νά καταλάβει κάποιος.

    Русско-новогреческий словарь > доводить

  • 3 довести

    -веду, -ведшь; παρλθ. χρ. -вл, -ла, -ло; μτχ. παρλθ. доведший ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ ως, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον, φέρω ως•

    -йте меня до дому πηγαίνετε με ως το σπίτι•

    2. ανοίγω, διανοίγω, εκτείνω, φέρω•

    довести дорогу до районного центра διανοίγω δρόμο ως το επαρχιακό κέντρο.

    || φέρνω, φτάνω ως•

    довести дело до конца φέρω την υπόθεση σε πέρας.

    3. περιάγω, φέρω σε, οδηγώ, ωθώ,• довести до отчаяния φέρω ως την απελπισία•

    пьянство -ло его до преступления το μεθύσι τον οδήγησε ως το έγκλημα•

    довести вещи до крайности ωθώ τα πράγματα ως τα άκρα•

    довести кого до раскаяния κάνω κάποιον να μετανοήσει•

    довести преступника до сознания κάνω τον εγκληματία να παραδεχτεί το έγκλημα του•

    довести кого до слз κάνω κάποιον να δακρύσει•

    довести кого до бешенства κάνω κάποιον νά λυσσάξει (να εξοργιστεί)•

    довести кого до абсурда ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω κάποιον.

    4. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, μεταδίνω•

    -до сведения публики γνωστοποιώ, φέρω σε γνώση του κοινού.

    5. ψέρω ως, ανεβάζω, αυξαίνω ή ελαττώνω•

    довести до минимума μειώνω στο ελάχιστο•

    довести продукциу до αυξαίνω την παραγωγή ως.

    -ись απρόσ. συμβαίνω, λαχαίνω, τυχαίνω• έρχομαι, ωθούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > довести

  • 4 переводить

    -вожу, -водишь
    ρ.δ.
    βλ. перевести.
    εκφρ.
    не -ди дыхания – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση, με μια ανάσα.
    βλ. перевестись.
    -вожу, -водишь
    ρ.σ.μ. οδηγώ, περιάγω (να επισκεφτούν).

    Большой русско-греческий словарь > переводить

  • 5 подвести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.
    2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).
    μτφ. βάζω, υποτάσσω.
    3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.
    4. κάνω, εκτελώ•

    подвести счёт κάνω λογαριασμό.

    5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,
    6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.
    εκφρ.
    подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•
    живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).
    -йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подвести

  • 6 gezdirmek

    ξεναγω, περιφέρω, περιάγω

    Türkçe-Yunanca Sözlük > gezdirmek

См. также в других словарях:

  • περιάγω — περϊάγω , περιάγω lead pres subj act 1st sg περϊάγω , περιάγω lead pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάγω — ΝΜΑ οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί. β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.) νεοελλ. κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν… …   Dictionary of Greek

  • περιάγετε — περϊά̱γετε , περιάγω lead imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) περϊάγετε , περιάγω lead pres imperat act 2nd pl περϊάγετε , περιάγω lead pres ind act 2nd pl περϊάγετε , περιάγω lead imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάξομεν — περϊά̱ξομεν , περιάγνυμι bend and break all round aor subj act 1st pl (epic) περϊά̱ξομεν , περιάγνυμι bend and break all round fut ind act 1st pl περϊάξομεν , περιάγω lead aor subj act 1st pl (epic) περϊά̱ξομεν , περιάγω lead aor ind act 1st pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάξω — περϊά̱ξω , περιάγνυμι bend and break all round aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) περϊά̱ξω , περιάγνυμι bend and break all round aor subj act 1st sg περϊά̱ξω , περιάγνυμι bend and break all round fut ind act 1st sg περϊά̱ξω , περιάγνυμι bend and… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγόμεθα — περϊᾱγόμεθα , περιάγω lead imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) περϊαγόμεθα , περιάγω lead pres ind mp 1st pl περϊαγόμεθα , περιάγω lead imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγμένα — περϊηγμένα , περιάγω lead perf part mp neut nom/voc/acc pl περϊηγμένᾱ , περιάγω lead perf part mp fem nom/voc/acc dual περϊηγμένᾱ , περιάγω lead perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάγομεν — περϊά̱γομεν , περιάγω lead imperf ind act 1st pl (doric aeolic) περϊάγομεν , περιάγω lead pres ind act 1st pl περϊάγομεν , περιάγω lead imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάγου — περϊά̱γου , περιάγω lead imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) περϊάγου , περιάγω lead pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) περϊάγου , περιάγω lead imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάγῃ — περϊάγῃ , περιάγω lead pres subj mp 2nd sg περϊάγῃ , περιάγω lead pres ind mp 2nd sg περϊάγῃ , περιάγω lead pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάξει — περϊά̱ξει , περιάγνυμι bend and break all round aor subj act 3rd sg (epic) περϊά̱ξει , περιάγνυμι bend and break all round fut ind mid 2nd sg περϊά̱ξει , περιάγνυμι bend and break all round fut ind act 3rd sg περϊάξει , περιάγω lead aor subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»