-
1 περιόρισις
περι-όρισις, ἡ, das Umgränzen, Einschließen in gewisse Grenzen, die Bestimmung -
2 περι-ορισμός
περι-ορισμός, ὁ, 1) = περιόρισις; Plut. Num. 16; S. Emp. pyrrh. 3, 80. – 2) bei den Juristen = deportatio.
См. также в других словарях:
περιόρισις — ίσεως, ἡ, Μ [περιορίζω] περιορισμός, απαγόρευση μετακινήσεων … Dictionary of Greek
περιορίσιμος — η, ο, Ν [περιόρισις] αυτός που μπορεί να περιοριστεί … Dictionary of Greek