-
1 παρ-ωρμημένως
παρ-ωρμημένως, adv. part. perf. pass. von παρορμάω, heftig, hitzig, eifrig, VLL. Erkl. von περιόργως.
-
2 περι-οργής
περι-οργής, ές, sehr zornig, sehr heftig, Thuc. 4, 130; περιοργῶς ἐπιϑυμεῖν, Aesch. Ag. 209.
См. также в других словарях:
περιόργως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοργώς — Α βλ. περιοργής … Dictionary of Greek
περιοργῶς — περιοργής very angry adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοργής — ές, Α γεμάτος οργή, πολύ οργισμένος. επίρρ... περιοργῶς με πάρα πολλή οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οργής (< ὀργή), πρβλ. φιλ οργής] … Dictionary of Greek