-
1 περιωδευμένως
περϊωδευμένως, περιοδεύωgo all round: perf part mp masc acc pl (doric)περιωδευμένωςfully: indeclform (adverb) -
2 περιωδευμενως
-
3 περιωδευμένως
A fully, in detail, Phld.Rh.1.248 S., Plu.2.537d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιωδευμένως
-
4 περιωδευμένως
περι-ωδευμένως, auf Umwegen, weitläuftig
См. также в других словарях:
περιωδευμένως — περϊωδευμένως , περιοδεύω go all round perf part mp masc acc pl (doric) περιωδευμένως fully indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωδευμένως — Α επίρρ. (για ρητ. λόγο) με περιστροφές, με πλάγιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιωδευμένος τού περιοδεύω] … Dictionary of Greek