-
1 περιφρύγω
περιφρύγω [pron. full] [ῡ] (also [suff] περιφρουρ-φρύσσω, [dialect] Att. [suff] περιφρούρ-ττω, Olymp.in Mete.157.10, al., Pall.in Hp.2.100 D. ([voice] Pass.), [voice] Pass. -Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφρύγω
См. также в других словарях:
περιφρύγω — και περιφρύσσω ΜΑ καταξηραίνω, ξηραίνω από όλες τις μεριές, ξηραίνω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρύγω «ψήνω, καίω»] … Dictionary of Greek
περιφρυγής — ές, Α [περιφρύγω] κατάξερος. επίρρ... περιφρυγῶς με περίφρυξη … Dictionary of Greek
περιφρύσσω — Α βλ. περιφρύγω … Dictionary of Greek