-
1 περιφρόνησις
περι-φρόνησις, ἡ, Überlegung, Verachtung -
2 περι-φροσύνη
περι-φροσύνη, ἡ, = περιφρόνησις, im plur., Coluth. 196.
См. также в других словарях:
περιφρόνησις — contempt fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρονήσει — περιφρόνησις contempt fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιφρονήσεϊ , περιφρόνησις contempt fem dat sg (epic) περιφρόνησις contempt fem dat sg (attic ionic) περιφρονέω compass in thought aor subj act 3rd sg (epic) περιφρονέω compass in thought… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρονήσεις — περιφρόνησις contempt fem nom/voc pl (attic epic) περιφρόνησις contempt fem nom/acc pl (attic) περιφρονέω compass in thought aor subj act 2nd sg (epic) περιφρονέω compass in thought fut ind act 2nd sg περιφρονέω compass in thought aor subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρόνησιν — περιφρόνησις contempt fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρόνηση — η / περιφρόνησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιφρονώ] 1. καταφρόνηση, προσβλητική έλλειψη σεβασμού ή εκτίμησης για κάποιον ή για κάτι 2. υποτίμηση, αμέλεια («η περιφρόνηση τού κινδύνου είναι επικίνδυνη») … Dictionary of Greek
περιφρονήσεως — περιφρονήσεω̆ς , περιφρόνησις contempt fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)