Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περιφραγμένος

См. также в других словарях:

  • κλείσμα — το (AM κλεῑσμα) [κλείω (Ι)] 1. περίφραγμα, φράχτης 2. (κατά συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος νεοελλ. μσν. 1. περίβολος 2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος νεοελλ. μσν. 1. περίβολος 2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, εγκλεισμός …   Dictionary of Greek

  • λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… …   Dictionary of Greek

  • μακελλωτός — μακελλωτός, ή, όν (Α) περιφραγμένος με κιγκλίδες, με κάγκελα, καγκελωτός, κιγκλιδωτός («μακελλωταὶ θύραι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκελλον «τόπος περιφραγμένος» + κατάλ. (ω)τός (πρβλ. λατ. macellotae)] …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… …   Dictionary of Greek

  • άδυτο — Ονομασία κατά την αρχαιότητα των καθαγιασμένων τόπων όπου απαγορευόταν η είσοδος σε οποιονδήποτε εκτός από τους ιερείς και, σε μερικές περιπτώσεις και σε αυτούς ακόμα. Τo ά. μπορούσε να είναι ναός ή μέρος ναού (δωμάτιο πίσω από τον σηκό) ή… …   Dictionary of Greek

  • έπαυλος — ἔπαυλος, ο (Α) [αυλή] (συν. στον πληθ. οἱ ἔπαυλοι και τὰ ἔπαυλα) τόπος περιφραγμένος όπου διανυκτερεύουν ζώα, στάβλος, μάντρα, μαντρί …   Dictionary of Greek

  • ακαγκέλωτος — η, ο αυτός που δεν έχει κάγκελα, που δεν είναι περιφραγμένος ή διακοσμημένος με κάγκελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καγκελωτός < καγκελώνω] …   Dictionary of Greek

  • αλογοβορός — ο οβορός τών αλόγων, αλογόμαντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + οβορός «περιφραγμένος χώρος όπου διανυκτερεύουν τα ζώα»] …   Dictionary of Greek

  • αλυσόκλειστος — η, ο ο κλεισμένος, ο περιφραγμένος με αλυσίδες, «αλυσόκλειστος λιμήν», λιμάνι που η είσοδός του φράζεται με αλυσίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + κλειστός] …   Dictionary of Greek

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»