-
1 περιφθέγγομαι
A speak with all kinds of people, Gal.4.448.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφθέγγομαι
См. также в других словарях:
περιφθέγγομαι — Α μιλώ με ὁλους ὁσους βρίσκονται γύρω μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φθέγγομαι «ηχώ, ομιλώ»] … Dictionary of Greek