Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περιφάνεια

См. также в других словарях:

  • περιφανεία — περιφανείᾱ , περιφάνεια conspicuousness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφανείᾳ — περιφανείᾱͅ , περιφάνεια conspicuousness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφάνεια — conspicuousness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφάνεια — ἡ, ΜΑ [περιφανής] 1. το να φαίνεται κάτι καθαρά από παντού, από όλες τις μεριές 2. αίγλη, επισημότητα (α. «πλοῡτον... περιφάνειαν βίου» β. «δυναστεία καὶ περιφάνεια», Μέγ. Βασ.) αρχ. 1. σαφής, διαδεδομένη γνώση («πολλὴ περιφάνεια τῆς χώρης ἐστί»… …   Dictionary of Greek

  • περιφανείας — περιφανείᾱς , περιφάνεια conspicuousness fem acc pl περιφανείᾱς , περιφάνεια conspicuousness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφάνει' — περιφάνεια , περιφάνεια conspicuousness fem nom/voc sg περιφάνειαι , περιφάνεια conspicuousness fem nom/voc pl περιφά̱νειε , περιφαίνομαι to be visible all round aor opt act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφανείαι — περιφανείᾱͅ , περιφάνεια conspicuousness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφανείαις — περιφάνεια conspicuousness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφάνειαι — περιφάνεια conspicuousness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφάνειαν — περιφάνεια conspicuousness fem acc sg περιφά̱νειαν , περιφαίνομαι to be visible all round aor opt act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • высота — ВЫСОТ|А (234), Ы с. 1. Протяженность снизу вверх: близь же олтарѩ ѥсть камень твьрдъ. имѣ˫а ширинѹ и высотѹ великѹ. а глѹбина ѥго коньцѩ не имать. СбТр ХІI/ХІІІ, 43 об.; поста||ви тѣло златоѥ на поли дѣирѣ. ѥмѹ же высота ·з҃· лакотъ. ПрЛ XIII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»