-
1 περιτηκω
1) плавить, расплавлять, pass. таять2) ( о расплавленном металле) заливать, покрывать(καττιτέρῳ Plat.)
3) разжижать, растворять, размыватьγῆν ψιλέν π. Plat. — совершенно размыть почву
См. также в других словарях:
περιτήκω — Α 1. λειώνω εντελώς μέταλλο ή στερεό σώμα και τό μεταβάλλω σε υγρό 2. καλύπτω κάτι ολόγυρα με λειωμένη ύλη 3. (σχετικά με τη γη) ξεπλένω με την ροή τού νερού και αφαιρώ ουσιώδη στοιχεία 4. μτφ. (σχετικά με ασθένεια) λειώνω, σβήνω 5. παθ.… … Dictionary of Greek
περίτηγμα — τὸ, Α [περιτήκω] 1. οτιδήποτε αποχωρίζεται ως άχρηστο κατά την τήξη, ὁπως η σκόνη, η σκουριά, το κατακάθι 2. μτφ. (για πρόσ.) απόρριμμα, κάθαρμα … Dictionary of Greek
περίτηξις — ήξεως, ἡ, Α [περιτήκω] 1. τέλεια, παντελής τήξη, μεταβολή μετάλλου ή στερεού σώματος σε ρευστό καθώς και η διάλυση, αποχώρηση ή έκκριση μορίων διαλυόμενου σώματος 2. (ειδικά) έκκριση υγρών, όπως λ.χ. στην υδρωπικία … Dictionary of Greek