-
1 περιτόνιος
περι-τόνιος, zum Darüberspannen dienend, darüber gespannt -
2 περι-τόναιος
περι-τόναιος, = περιτόνιος, Sp. Nach Poll. 1, 89 sind περιτόναια τὰ περὶ τὴν πρύμναν προύχοντα ξύλα, vgl. 92.
1 περιτόνιος
2 περι-τόναιος
περι-τόναιος, = περιτόνιος, Sp. Nach Poll. 1, 89 sind περιτόναια τὰ περὶ τὴν πρύμναν προύχοντα ξύλα, vgl. 92.