-
1 нечётный
-
2 лишний
лишний 1) (избыточный) περίσσιος, παραπανίσιος· два с \лишнийим дня δύο μέρες και πλέον (или και κάτι) 2) (ненужный) περιττός, άχρηστος* * *1) ( избыточный) περίσσιος, παραπανίσιοςдва с ли́шним дня — δύο μέρες και πλέον ( или και κάτι)
2) ( ненужный) περιττός, άχρηστος -
3 ненужный
-
4 нечетный
нечетн||ыйприл μονός, περιττός:\нечетныйое число ὁ μονός (или περιττός) ἀριθμός. -
5 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
6 излишний
изли́ш||нийприл περιττός, παραπανίσιος, περισσός, περίσσιος. -
7 лишний
ли́шн||ийприл1. (имеющийся в избытке) παραπανήσιος, περίσσιος, περισσευούμενος:\лишний экземпляр книги ἕνα παραπανήσιο ἀντίτυπο τοῦ βιβλίου· \лишнийие деньги τά παραπανήσια χρήματα·2. (бесполезный, излишний) περιττός/ ἄχρηστος (ненужный):\лишнийие вещи τά περιττά πράγματα· \лишнийие слова τά περιττά λόγια·3. (дополнительный) ἐπιπρόσθετος, ἐπιπλέον:создавать \лишнийие неудобства δημιουργώ ἐπιπρόσθετες δυσκολίες. -
8 ненужный
нену́жн||ыйприл περιττός, ἀσκοπος, ἄχρηστος / μάταιος (напрасный):\ненужныйая бумажка τό ἄχρηστο χαρτί, τό παλιόχαρ-το· \ненужныйая трата времени τό ἀσκοπο χασο-μέρι. -
9 непарный
непарныйприл ἄζυγος, μονός, περιττός. -
10 лишний
[λίσνιΐ] εκ. περιττός -
11 ненужный
[νινούζνυϊ] εκ. περιττός, άσκοπος, άχρηστος -
12 ненужный
[νινούζνυϊ] εκ. περιττός, άσκοπος, άχρηστος -
13 лишний
[λίσνιϊ] επ περιττός -
14 ненужный
[νινούζνυϊ] επ περιττός, άσκοπος, άχρηστος -
15 ненужный
[νινούζνυϊ] επ περιττός, άσκοπος, άχρηστος -
16 излишний
-яя, -ее, βρ: -шен, -шня, -шне.1. περίσσιος, περιττός, παραπανίσσιος, υπερβολικός•-ее любопытство υπερβολική περιέργεια•
-ие подробности περιττές λεπτομέρειες•
-яя роскошь περίσσια πολυτέλεια•
его при-суствие -е η παρουσία του είναι περιττή.
2. άδικος, χαμένος, άχρηστος. -
17 лишний
-яя -ееεπ.1. περίσσιος, παραπανίσιος, περιττός•я здесь лишний εγώ εδώ είμαι περίσσιος•
-ие деньги παραπανίσια χρήματα•
лишний раз μια φορά παραπάνω ή ακόμα•
-ие слова παραπανίσια λόγια, περίσσιες κουβέντες.
ουσ. το περίσσιο, το παραπάνω, το περιττό.2. άχρηστος•-ие вещи περίσσια πράγματα.
3. επιπρόσθετος• έξτρα.εκφρ.с -им – και πάνω ή παραπάνω•не -ее – δεν είναι περίσσιο (χρειάζεται)•позволить себе -ее – α) ξοδεύω άσκοπα, β) παρεκτρέπομαι. -
18 ненужный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноπεριττός, περίσσιος, άχρηστος, μη αναγκαίος•-ая вещь άχρηστο πράγμα.
-
19 нечет
-а α.μονός, περιττός•чет и нечет ζυγός και μονός αριθμός.
-
20 нечётный
επ.μονός, περιττός (αριθμός).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιττός — ή, ό / περιττός, ή, όν, ΝΜΑ βλ. περισσός … Dictionary of Greek
περιττός — ή, ό 1. αυτός που είναι παραπανίσιος, άχρηστος, ανώφελος, αυτός που περισσεύει: Περιττά λόγια. 2. (μαθημ.), αριθμός που δε διαιρείται με το δύο ακριβώς (1, 3, 5, 7, 9), αλλιώς μονός (αντίθ. άρτιος, ζυγός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιττός — περισσός beyond the regular number masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττός αριθμός — Ο αριθμός που δεν είναι πολλαπλάσιο του 2, γενική μορφή 2v + 1 … Dictionary of Greek
περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… … Dictionary of Greek
περισσάρτιος — ον, ΜΑ (για αριθμούς) ο περιττός και άρτιος, ο αριθμός που όταν διαιρείται με μία δύναμη τού 2 γίνεται περιττός, όπως π.χ. ο 24 διαιρούμενος διά 23 (=8) γίνεται ο περιττός αριθμός 3. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + ἄρτιος] … Dictionary of Greek
Kalomoira — Infobox musical artist Name = Kalomoira el. Καλομοίρα Img capt = Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Marie Carol (Kalomoira) Sarantis Alias = Kalomoira (Stage Name) Born = birth date and age|1985|1|31 West Hempstead, New… … Wikipedia
The Best (Despina Vandi album) — The Best Greatest hits album by Despina Vandi Released December 2001 Recorded 1994 2001 … Wikipedia
μονός — ή, ό (Μ μονός, ή, όν) (για αριθμό) αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί διά τού δύο, περιττός, σε αντιδιαστολή προς τον άρτιο, τον ζυγό νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο, απλός, μονομερής («μονή κλωστή») 2. (για άνθος) αυτός που … Dictionary of Greek
περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… … Dictionary of Greek
περιττότητα — η / περισσότης, ητος και αττ. τ. περιττότης, ΝΜΑ [περιττός/περισσός] 1. η ιδιότητα τού περιττού, το να είναι κάτι περιττό, παραπανήσιο, άχρηστο 2. η ιδιότητα τού περιττού αριθμού, το να είναι ένας αριθμός περιττός … Dictionary of Greek