-
1 ἴσθμιον
ἴσθμιον, τό, alles zum Halse ( ἰσϑμός) Gehörige; das Halsband, Od. 18, 300; Phot. erkl. περιτραχήλια. – Die Halsgegend, Kehle, Hippocr. – Nach Moeris att. für das spätere περιστόμιον ἢ φρεάτιον, oder nach Phot. τὸ τοῦ φρέατος περιστόμιον, obere Brunneneinfassung; auch der Hals eines Gefäßes, u. ein bauchiges, enghalsiges Gefäß, Panofka im Rhein. Mus. 2, 3 p. 451, vgl. Ath. XI, 472 e. – Eine Art Kranz, auch ἰσϑμιακόν genannt, Ath. XV, 677 e. – Vgl. nom. pr.
См. также в других словарях:
περιτραχήλια — περιτραχήλιον round the neck neut nom/voc/acc pl περιτραχήλιος round the neck neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… … Dictionary of Greek