-
1 περιτορνευω
-
2 περιτορνεύω
A turn as in a lathe, περὶ.. τὸν ἐγκέφαλον.. σφαῖραν περιετόρνευσεν ὀστεΐνην he framed a globe round it, Pl.Ti. 73e; θνητὸν σῶμα [ τῇ ψυχῇ] π. ib. 69c : metaph. in [voice] Pass., to be well-turned, of style, D.H.Dem.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτορνεύω
-
3 περιτορνεύω
περι-τορνεύω, ringsum runden, rund drechseln -
4 περιτορνεύουσαν
περιτορνεύωturn as in a lathe: pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
περιτορνεύω — και περιτορεύω ΝΑ 1. τορνεύω κάτι γύρω γύρω, καθιστώ κάτι στρογγυλό χρησιμοποιώντας τον τόρνο 2. φιλοτεχνώ, κατασκευάζω προσεκτικά γύρω από κάτι («θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν», Πλάτ.) 3. καθιστώ περίτεχνο κάτι 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
περιτορνεύουσαν — περιτορνεύω turn as in a lathe pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτορεύω — βλ. περιτορνεύω … Dictionary of Greek
ՃԱԽԱՐԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0165 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ն. ՃԱԽԱՐԱԿԵՄ որ եւ ՇՈՒՐՋ ՃԱԽԱՐԱԿԵԼ. περιτορνεύω circumtorno. Ճախարակաւ հարթել, ողորկել, բոլորշի գործել. ջարխէ քաշել, կոկել, կըկլօր կամ բիւրիւզսիւզ ընել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)