-
1 περιτίλλω
A pluck all round, strip, θρίδακα strip the outside leaves off a lettuce, Hdt.3.32 ; θρίδαξ περιτετιλμένη ibid.: metaph., περιτετιλμένος τὰ πτερά having one's feathers all plucked off, Luc.Gall.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτίλλω
-
2 περιτετιλμένον
περιτίλλωpluck all round: perf part mp masc acc sgπεριτίλλωpluck all round: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
3 περιτετιλμένη
περιτίλλωpluck all round: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 περιτετιλμένος
περιτίλλωpluck all round: perf part mp masc nom sg -
5 περιτίλλουσα
περιτίλλωpluck all round: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
6 περιτίλλων
περιτίλλωpluck all round: pres part act masc nom sg -
7 περιτίλαι
-
8 περιτῖλαι
См. также в других словарях:
περιτίλλω — Α 1. μαδώ κάτι γύρω γύρω, ολόγυρα, εντελώς 2. βγάζω, παρατίλλω* 3. φρ. «περιτίλλω θρίδακα» αφαιρώ τα εξωτερικά φύλλα μαρουλιού, τό καθαρίζω (Ηρόδ.) 4. (το παθ. με μτφ. σημ.) φρ. «περιτίλλομαι τά πτερά» χάνω την εξουσία μου, (Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
περιτετιλμένον — περιτίλλω pluck all round perf part mp masc acc sg περιτίλλω pluck all round perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτετιλμένη — περιτίλλω pluck all round perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτετιλμένος — περιτίλλω pluck all round perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτῖλαι — περιτίλλω pluck all round aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτίλλουσα — περιτίλλω pluck all round pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτίλλων — περιτίλλω pluck all round pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)