-
1 περισχαδόν
περισχαδόν, applied to an actor taking the part of Perseus as a beggar ; also ψίαθον ἐν ᾧ περιειλοῦσι τὰς ἰσχάδας, Hsch. [full] περισχελές· δυσχερές, Id. [full] περισχέμεν, [full] περίσχεο,A v. περιέχω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισχαδόν
См. также в других словарях:
περισχαδόν — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «ψίαθον ἐν ᾧ περιειλοῡσι τὰς ἰσχάδας» 2. «περισχαδὸν τὸν ὑποκρινόμενον τὸν Περσέα, ὡς πτωχόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἰσχάς, άδος «το φυτό ευφόρβιο, το ξηρό σύκο»] … Dictionary of Greek