Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

περισφίγγω

См. также в других словарях:

  • περισφίγγω — περισφίγγω, περιέσφιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περισφίγγω — ΝΑ σφίγγω κάποιον ή κάτι ολόγυρα, σφίγγω δυνατά από παντού νεοελλ. 1. περιστοιχίζω, περιβάλλω 2. (σχετικά με φρούρια ή πόλεις) περικυκλώνω, πολιορκώ στενά 3. μτφ. πλησιάζω κάποιον από όλες τις πλευρές για να τού κάνω κακό αρχ. 1. (για τον κύκλο… …   Dictionary of Greek

  • περισφίγγω — περίσφιξα, περισφίχτηκα, περισφιγμένος, σφίγγω, πιέζω από παντού, περιζώνω, πολιορκώ: Το φρούριο περισφίγγεται από τους εχθρούς κάθε μέρα και περισσότερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισφίγγω — περί σφίγγω bind tight pres subj act 1st sg περί σφίγγω bind tight pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισφηκώ — όω, Α 1. περιδένω, περισφιγγω ὁπως όταν περιδένει κανείς το στόμιο δοχείου, στουπώνω 2. παθ. περισφηκοῡμαι, όομαι α) περισφίγγομαι, περιδένομαι σφιχτά β) περιβάλλομαι με μεταλλική επένδυση για ενίσχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφηκῶ «περισφίγγω,… …   Dictionary of Greek

  • συμπερισφίγγω — Μ [περισφίγγω] περισφίγγω συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • стягиваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. συσφίγγω) связываю; (περισφίγγω) обвязываю,… …   Словарь церковнославянского языка

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • αποπνίγω — (AM ἀποπνίγω) πνίγω, στραγγαλίζω αρχ. 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον, τον κάνω να πνιγεί από οργή 2. κάνω κάποιον να σκάσει από τη δυσοσμία 3. (για φυτά) περιβάλλω, περισφίγγω μέχρι πνιγμού («συμφυεῑσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • διαζωννύω — (AM διαζωννύω και διαζώννυμι) περισφίγγω, σφίγγω με ζώνη μσν. διαζώννυμι και διαζώννυμαι εξουσιάζω, κατέχω αρχή αρχ. 1. περικυκλώνω, περιζώνω 2. διαχωρίζω 3. μέσ. ζώνομαι στη μέση …   Dictionary of Greek

  • επικαταλαμβάνω — ἐπικαταλαμβάνω (AM) ακολουθώντας κάτι τό καταλαμβάνω, τό προφθάνω αρχ. 1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.) 2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω 3. γραμμ. παθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»