Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περιστίαρχος

См. также в других словарях:

  • περιστίαρχος — sacrifice of a pig masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστίαρχος — και περιεστίαρχος, ὁ, ΜΑ αυτός που τελεί τα περίστια*, ο ιερέας που προπορεύεται στην ιερή καθαρτήρια πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίστια + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • περιστιάρχου — περιστίαρχος sacrifice of a pig masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστίαρχοι — περιστίαρχος sacrifice of a pig masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεστίαρχος — ὁ, Α βλ. περιστίαρχος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»