-
1 περιστρεφόμενος
περιστρέφωwhirl round: pres part mp masc nom sg -
2 περιστρεφόμενος
revolvingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > περιστρεφόμενος
-
3 ἐξ-ελίσσω
ἐξ-ελίσσω, att. ἐξελίττω (s. ἑλίσσω), 1) auseinander-, entwickeln, entfalten; περιβολὰς σφραγισμάτων Eur. Hipp. 864; übertr., ϑεσπίσματα Suppl. 141, deuten; λόγον, erzählen, Ion 397; bes. vom Heere, τὴν φάλαγγα, entwickeln, Xen. Hell. 4, 3, 18 Cyr. 8, 5, 15, die hinteren Treffen vorrücken und in die Front der Schlachtordnung einrücken lassen; Plut. Aemil. 17 u. oft; von der Flotte, Pol. 1, 51, 11. – 2) schnell bewegen (s. simplez); ἴχνος ποδός, vom Reigentanz, Eur. Tr. 3; χορόν, χορείαν, Sp.; τὸν αὑτῆς κύκλον ἐξελίσσει (σελήνη), vollendet seinen Kreislauf, Plut. Is. et Os. 42; – ἑαυτόν, entwischen, Ael. H. A. 3, 16; öfter auch ohne ἑαυτόν. Dah. τὴν τάφρον, um den Graben schwenken, Plut. Pyrrh. 28; ἐπὶ δεξιὰ ἐξ., sich rechtshin wenden, durch περιστρεφόμενος erkl., Cam. 5; sich zurückziehen, Timol. 27.
-
4 περιστρεφω
1) вращать, вертетьἔρριψε χειρὴ περιστρέψας Hom. — (Зевс) швырнул (Ату), размахнувшись рукой
2) поворачивать(τράχηλον εἰς τοὐπίσω Arst.; ἵππον Plut.)
περιστρεφόμενος Plat. — оборачиваясь (обернувшись);3) (v. l. περιτρέφομαι) перемешивать, размешивать(γάλα περιστρέφεται Hom.)
4) скручивать назад(τὼ χεῖρε Lys.)
5) опрокидывать(τὸ ἀγγεῖον Plut.)
-
5 περιστρέφω
A whirl round, of one preparing to throw,ἔρριψεν.. χειρὶ περιστρέψας Il.19.131
;τόν ῥα περιστρέψας ἧκε Od.8.189
; turn round,π. τὸν τράχηλον εἰς τοὐπίσω Arist.HA 504a16
;θέαμα πρὸς αὐγήν Gal.UP17.1
; π. ἵππον wheel it round, Plu.Marc.6 ;ὁ ἥλιος κύκλον ἄγει καὶ π. περὶ τὴν σελήνην Id.2.931a
:—[voice] Pass., to be turned or turn round, spin round, Pl. Cra. 411b ; περιστρεφόμενος.. φαμὰ ἐπεσκοπεῖτο turning round, Id.Ly. 207a ; of the heavens, complete a rotation, Arist.Cael. 273a2 : metaph., π. εἰς τἀληθῆ turn towards them, Pl.R. 519b ; κινδυνεύει εἰς τοὺς πολιτικοὺς περιεστράφθαι τὸ ῥῆμα to be fixed on.., Id.Plt. 303c ; οὐ -στραφήσεται κλῆρος shall not be removed from tribe to tribe, LXXNu.36.9.2 π. τὼ χεῖρε tie his hands behind him, Lys.1.27 :—[voice] Pass., to be twisted, of an intestine, Gal.8.388.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστρέφω
См. также в других словарях:
περιστρεφόμενος — περιστρέφω whirl round pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… … Dictionary of Greek
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
αμφιελικτός — ἀμφιελικτός, ον (Α) (για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιελίσσω πρβλ. και ἀμφελικτός] … Dictionary of Greek
δινητός — ή, ό (Α δινητός, ή, όν) [δινώ] νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να περιστραφεί, να στροβιλιστεί 2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δινητός γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. περιστρεφόμενος … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
κηροκοπίδα — η χαλύβδινος περιστρεφόμενος τροχίσκος με τον οποίο κόβονται τα εξέχοντα μέρη τού πλαισίου τεχνητής κηρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κοπίδα (< κόπτω)] … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… … Dictionary of Greek
οιακοστρόφιο(ν) — το [οιακοστρόφος] ναυτ. χειροκίνητος τροχός ο οποίος περιστρεφόμενος μετακινεί τον οίακα και έτσι στρέφει το πηδάλιο τού πλοίου δεξιά ή αριστερά, κν. ρόδα τού τιμονιού … Dictionary of Greek
περίστρεπτος — η, ο, Ν [περιστρέφω] 1. περιστρεφόμενος 2. φρ. «περίστρεπτο κάτοπτρο» φυσ. είδος κύβου που έχει τις παράπλευρες έδρες του από επίπεδα κάτοπτρα και ο οποίος μπορεί να περιστραφεί γύρω από άξονα που διέρχεται μέσα από τη βάση και χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek