Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περιστρεφόμενος

См. также в других словарях:

  • περιστρεφόμενος — περιστρέφω whirl round pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… …   Dictionary of Greek

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

  • αμφιελικτός — ἀμφιελικτός, ον (Α) (για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιελίσσω πρβλ. και ἀμφελικτός] …   Dictionary of Greek

  • δινητός — ή, ό (Α δινητός, ή, όν) [δινώ] νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να περιστραφεί, να στροβιλιστεί 2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δινητός γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. περιστρεφόμενος …   Dictionary of Greek

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

  • κηροκοπίδα — η χαλύβδινος περιστρεφόμενος τροχίσκος με τον οποίο κόβονται τα εξέχοντα μέρη τού πλαισίου τεχνητής κηρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κοπίδα (< κόπτω)] …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… …   Dictionary of Greek

  • οιακοστρόφιο(ν) — το [οιακοστρόφος] ναυτ. χειροκίνητος τροχός ο οποίος περιστρεφόμενος μετακινεί τον οίακα και έτσι στρέφει το πηδάλιο τού πλοίου δεξιά ή αριστερά, κν. ρόδα τού τιμονιού …   Dictionary of Greek

  • περίστρεπτος — η, ο, Ν [περιστρέφω] 1. περιστρεφόμενος 2. φρ. «περίστρεπτο κάτοπτρο» φυσ. είδος κύβου που έχει τις παράπλευρες έδρες του από επίπεδα κάτοπτρα και ο οποίος μπορεί να περιστραφεί γύρω από άξονα που διέρχεται μέσα από τη βάση και χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»