-
1 περιστοιχίζεται
περιστοιχίζομαιpres ind mp 3rd sgπεριστοιχίζωsurround as with toils: pres ind mp 3rd sg -
2 περι-στοιχίζω
περι-στοιχίζω, rings umstellen, umgeben, bes. wie der Jäger das Wild mit Stellnetzen, Pol. 8, 5, 2; auch im med., κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς περιστοιχίζεται, Dem. 4, 9; vgl. Harpocr. u. Sp., u. pass., κλύδωνι φροντισμάτων περιεστοίχιστο, Heliod. 7, 4 A.
-
3 περι-βαίνω
περι-βαίνω (s. βαίνω), umschreiten, umgehen od. darüber ausschreiten, treten, bes. zum Schutz, um zu vertheidigen; absolut, Il. 8, 331. 13, 420. 14, 424; ἃς περὶ Πατρόκλῳ βαῖνε, 17, 6, was man als Tmesis hierherzieht; – c. gen., οὐδ' ἔτλη περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο, Il. 5, 21; c. dat., Ἱπποϑόῳ περιβάντα, 17, 313; vgl. Ael. N. A. 3, 46. 6, 62 u. s. ἀμφιβαίνω u. περί, – Uebertr. sagt Soph. τῷ δ' ἀϑλίας ἄσημα περιβαίνει βοῆς, Ant. 1194, Schol. περιστοιχίζεται, es umtönt sein Ohr, wo Nichts zu ändern ist; περί τι, Ar. Lys. 979, im obscönen Sinne; vgl. Plut. Lacon. apophth. p. 188, κάλαμον περιβεβηκὼς ὥςπερ ἵππον, mit ausgespreizten Beinen umfaßt halten, darüberstehen (vgl. περιβάδην); so Ael. V. H. 12, 15.
-
4 περιστοιχίζω
μετ. обступать, окружать; сопровождать; составлять чью-л. свиту;περιστοιχίζεται από πλήθος θαυμαστών — он окружён множеством поклонников
-
5 περιστοιχίζω
A surround as with toils or nets, of a besieging army, interpol. in Plb.8.5.2, etc. ; dub. in Sm.Ps.47(48).13, Quint.Ho.8.13: metaph., J.AJ17.2.4 :—[voice] Med. ([tense] fut. - ιοῦμαι D.C.50.31),κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται D.4.9
, cf. D.C.39.3 :—[voice] Pass.,ὑπό τινων Id.49.30
, al., Aristaenet.1.9 ;ψυχὴ π. ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων Ph.Fr. 104
H. ;κλύδωνι φροντισμάτων Hld.7.4
, cf. Pall.in Hp.2.112D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστοιχίζω
-
6 περιβαίνω
περι-βαίνω, umschreiten, umgehen od. darüber ausschreiten, treten, bes. zum Schutz, um zu verteidigen; περιστοιχίζεται, es umtönt sein Ohr; περί τι, im obszönen Sinne; κάλαμον περιβεβηκὼς ὥςπερ ἵππον, mit ausgespreizten Beinen umfaßt halten, darüberstehen
См. также в других словарях:
περιστοιχίζεται — περιστοιχίζομαι pres ind mp 3rd sg περιστοιχίζω surround as with toils pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… … Dictionary of Greek
αίθριο — Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα… … Dictionary of Greek
ατριγύριστος — η, ο 1. αυτός που δεν τον τριγύρισε κανείς ή που δεν είναι δυνατόν να τον τριγυρίσει 2. περιοχή ή πόλη της οποίας δεν επισκέφθηκε κανείς όλα τα μέρη 3. απερίφρακτος, αμάντρωτος 4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν περιστοιχίζεται από κόλακες ή αυλικούς … Dictionary of Greek
δέλτα — Συσσώρευση υλών που μεταφέρει ένας ποταμός και αποθέτει στις εκβολές του στη θάλασσα ή σε λίμνη· με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται ένας ιδιαίτερος τύπος στομίου ποταμού, στο οποίο η δράση των αλουβιακών αποθέσεων είναι μεγαλύτερη από τη διαβρωτική… … Dictionary of Greek
λιβαδωτός — λιβαδωτός, ή, όν (Μ) (για τόπο) 1. αυτός που περιστοιχίζεται από λιβάδια 2. ομαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάδι + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκαθ ωτός, κλαδ ωτός)] … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… … Dictionary of Greek
Λοζάνη — (γαλλ. και γερμ. Lausanne, ιταλ. Losanna). Πόλη (114.900 κάτ. το 2001) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του καντονιού Βο ή Βάαντ (625.000 κάτ. το 2001). Βρίσκεται σε πανοραμική τοποθεσία στα Β της λίμνης της Γενεύης και στο πίσω μέρος της… … Dictionary of Greek