-
1 περιστερεών
περιστερεών, ῶνος, ὁ, Taubenschlag, Plat. Theaet. 198 b; παντοδαπῶν ὀρνίϑων, 197 d; auch Taubenkraut, Diosc.
-
2 περιστερεων
- ῶνος ὅ голубятня Plat. -
3 περιστερεών
περί-στερεόωmake firm: pres part act masc voc sg (doric aeolic)περί-στερεόωmake firm: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)περί-στερεόωmake firm: pres part act masc nom sgπερί-στερεόωmake firm: pres inf act (doric) -
4 περιστερεῶν
περί-στερεόωmake firm: pres part act masc voc sg (doric aeolic)περί-στερεόωmake firm: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)περί-στερεόωmake firm: pres part act masc nom sgπερί-στερεόωmake firm: pres inf act (doric) -
5 περιστερεών
περιστερεώνdovecote: masc nom /voc sg -
6 περιστερεών
περιστερεών, ῶνος, ὁ, Taubenschlag; auch Taubenkraut -
7 περιστερεών
(-ώνος) ο см. περιστεριώνας -
8 περιστερεών
II = περιστέριον 11, Ps.-Dsc.4.59, prob. (for ἀριστερεών ) in Plu.2.614b ; π. ὕπτιος holy vervain, Verbena supina, Ps.-Dsc.4.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστερεών
-
9 περιστερεώνων
περιστερεώνdovecote: masc gen pl -
10 περιστερων
- ῶνος ὅ Aesop. = περιστερεών См. περιστερεων -
11 peristereon
peristereōn, ōnis, Akk. ōna, m. (περιστερεών), das Taubenkraut, Eisenkraut, Plin. u.a. – Nbf. peristerēos (περιστέρειος), f., Plin. 25, 126 u. 26. 155.
-
12 περιστερόεις
περιστερόεις, zum Kraute περιστερεών gehörig, Nic. Th. 860.
-
13 περιστερών
περιστερών, ὁ, = περιστερεών, Aesop.
-
14 τρῡγόνιος
τρῡγόνιος, von der τρυγών kommend, zu ihr gehörig, Opp. Hal. 2, 480; τὸ τρυγόνιον, ein Kraut, = περιστερεών, Sp.
-
15 ἀριστερεύω
ἀριστερεύω, die Linke brauchen, links sein, LXX. ἀριστερεών, ῶνος, ὁ, = περιστερεών, Orph. Arg. 916; Ael. N. A. 1, 35.
-
16 ἶερο-βοτάνη
ἶερο-βοτάνη, ἡ, das heilige Kraut, Eisenkraut, verbena, weil es bei heiligen Weihen u. Reinigungen gebraucht wurde, Diosc., auch περιστερεών genannt.
-
17 περιστερεώνα
-
18 περιστερεῶνα
-
19 περιστερεώνι
-
20 περιστερεῶνι
См. также в других словарях:
περιστερεών — dovecote masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεών — ῶνος, ὁ, ΜΑ βλ. περιστερώνας … Dictionary of Greek
περιστερεῶν — περί στερεόω make firm pres part act masc voc sg (doric aeolic) περί στερεόω make firm pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) περί στερεόω make firm pres part act masc nom sg περί στερεόω make firm pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεῶνα — περιστερεών dovecote masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεῶνι — περιστερεών dovecote masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεῶνος — περιστερεών dovecote masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεῶσιν — περιστερεών dovecote masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερεώνων — περιστερεών dovecote masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερῶνα — περιστερεών dovecote masc acc sg περιστερών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερώνας — και περιστερεώνας και περιστεριώνας, ο / περιστερεών, ῶνος ΝΜΑ τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών αρχ. 1. (μόνο στον τ. περιστερεών) το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη 2. φρ. α) «περιστερεὼν ὕπτιος» το φυτό ιεροβοτάνη β) «τρίτη… … Dictionary of Greek
Δημητριάς — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας. Ιδρύθηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή γύρω στο 294 π.Χ., ΒΑ της παλαιότερης πόλης Παγασαί, κοντά στη θάλασσα και απέναντι από τη σημερινή πόλη Βόλο. Για τον εντοπισμό της ακριβούς θέσης της είχαν γίνει πολλές… … Dictionary of Greek