Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

περιστερίδιον

См. также в других словарях:

  • περιστερίδιον — τὸ, Α (υποκορ. τ.) περιστεράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. ιππ ίδιον, ον ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • περιστεριδίων — περιστερίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες …   Dictionary of Greek

  • περιστερόπουλον — τὸ, Μ νεοσσός περιστεριού, περιστερίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + υποκορ. κατάλ. πουλο(ν) (πρβλ. αετό πουλο)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»