-
1 περιστερά
περιστερά, ἡ, die Taube (das Männchen περιστερός); Ar. Lys. 755; Her. 1, 138; Plat. Theaet. 198 d u. Sp.
-
2 περιστερά
περιστερά, ἡ, die Taube (das Männchen περιστερός) -
3 περιστερός
-
4 περιστέριον
περιστέριον, τό, dim. von περιστερά, Täubchen, junge oder kleine Taube, Anaxandrid. bei Ath. XIV, 654.
-
5 πελειάς
πελειάς, ἡ, = πέλεια; Il., wo aber nur der plur. vorkommt, τρήρωσι πελειάσιν ἴϑμαϑ' ὁμοῖαι, 5, 778. 11, 633; ἑσμὸς ὡς πελειάδων, Aesch. Suppl. 220; Spt. 276; ἀελλαία ταχύῤῥωστος, Soph. O. C. 1083; Trach. 171; Eur. Andr. 1141; u. in Prosa, Her. 2, 55 u. Sp.; von περιστερά unterschieden, Arist. H. A. 5, 13; vgl. Ath. IX, 394. Vgl. auch nom. pr.
-
6 κατ-οικίδιος
κατ-οικίδιος, zum Hause gehörig, häuslich; ὄρνις, Haushahn, Long. 3, 6 u. a. Sp.; so auch μῦς, περιστερά u. ä.; – κατοικίδιον βίον ἔχειν, eingezogenes Leben, D. Sic. 3, 53; οἱ κατοικίδιοι, Stubenhocker, Luc. hist. conscrib. 37.
См. также в других словарях:
περιστερά — περιστερά̱ , περιστερά common pigeon fem nom/voc/acc dual περιστερά̱ , περιστερά common pigeon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερᾷ — περιστερά common pigeon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστερά — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ… … Dictionary of Greek
περιστέρα — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜ βλ.… … Dictionary of Greek
Περιστέρα — Sp Peristerà Ap Περιστέρα/Peristera L s. ir g tė Š. Sporadų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
περιστέρα — η το πουλί περιστερά, περιστέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λευκή Περιστέρα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 30 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, σχεδόν στο μέσο της ανατολικής ακτής της. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας … Dictionary of Greek
Παλαιά Περιστέρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.), στην πρώην επαρχία Πατρών, του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Στεφάνου … Dictionary of Greek
περιστεράν — περιστερά̱ν , περιστερά common pigeon fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστεράς — περιστερά̱ς , περιστερά common pigeon fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστεραῖς — περιστερά common pigeon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)