-
1 περισταλτικός
A clasping and compressing, δύναμις π. the peristaltic action of the bowels, by which their contents are propelled, Gal.Nat.Fac.3.4 ; also of the bladder, Id.8.404 ;ἡ π. ἐνέργεια Id.Nat.Fac.3.8
;ἡ π. κίνησις Id.UP4.9
. Adv. -κῶς Id.Nat.Fac. 3.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισταλτικός
-
2 περισταλτική
περισταλτικόςclasping and compressing: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 περισταλτικήν
περισταλτικόςclasping and compressing: fem acc sg (attic epic ionic) -
4 περισταλτική
-
5 περισταλτικῇ
-
6 περισταλτικής
-
7 περισταλτικῆς
-
8 περισταλτικώς
-
9 περισταλτικῶς
См. также в других словарях:
περισταλτικός — ή, ό / περισταλτικός, ή, όν, ΝΑ [περιστέλλω] (κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει την ικανότητα να περιστέλλει, να περιορίζει την έκταση ή ένταση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, κατασταλτικός, περιοριστικός (α. «θα ληφθούν περισταλτικά μέτρα κατά… … Dictionary of Greek
περισταλτικῆς — περισταλτικός clasping and compressing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισταλτικῇ — περισταλτικός clasping and compressing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισταλτική — περισταλτικός clasping and compressing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισταλτικήν — περισταλτικός clasping and compressing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισταλτικῶς — περισταλτικός clasping and compressing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Перистальтика — (др. греч. περισταλτικός обхватывающий и сжимающий) волнообразное сокращение стенок полых трубчатых органов (пищевода, желудка, кишечника, мочеточников и др.), способствующее продвижению их содержимого к выходным отверстиям … Википедия
peristáltico — (Del gr. peristaltikos.) ► adjetivo 1 FISIOLOGÍA Se aplica al órgano que se puede contraer. 2 FISIOLOGÍA Que produce una contracción natural de estómago e intestinos que hace avanzar las materias por el tubo digestivo. ANTÓNIMO antiperistáltico * … Enciclopedia Universal
κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… … Dictionary of Greek
περίσταλση — η, Ν βιολ. ακούσιες κινήσεις και συσπάσεις τών επιμήκων και κυκλικών μυϊκών στιβάδων τού τοιχώματος κυρίως τού πεπτικού σωλήνα αλλά και άλλων, αγωγών τού σώματος, ο συνδυασμός τών οποίων χρησιμεύει για να βραχύνει και να πιέζει τα τοιχώματα ώστε… … Dictionary of Greek
περισταλτισμός — Τύπος κινητικής δραστηριότητας, χαρακτηριστικής μερικών κοίλων οργάνων με μυϊκό τοίχωμα. Ο π. χαρακτηρίζεται από ένα κύμα σύσπασης που διατρέχει το όργανο και του οποίου προηγείται ένα κύμα διαστολής· αποτέλεσμα των διαδοχικών αυτών κινήσεων… … Dictionary of Greek