Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περισταλτικός

См. также в других словарях:

  • περισταλτικός — ή, ό / περισταλτικός, ή, όν, ΝΑ [περιστέλλω] (κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει την ικανότητα να περιστέλλει, να περιορίζει την έκταση ή ένταση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, κατασταλτικός, περιοριστικός (α. «θα ληφθούν περισταλτικά μέτρα κατά… …   Dictionary of Greek

  • περισταλτικῆς — περισταλτικός clasping and compressing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισταλτικῇ — περισταλτικός clasping and compressing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισταλτική — περισταλτικός clasping and compressing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισταλτικήν — περισταλτικός clasping and compressing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισταλτικῶς — περισταλτικός clasping and compressing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Перистальтика — (др. греч. περισταλτικός  обхватывающий и сжимающий)  волнообразное сокращение стенок полых трубчатых органов (пищевода, желудка, кишечника, мочеточников и др.), способствующее продвижению их содержимого к выходным отверстиям …   Википедия

  • peristáltico — (Del gr. peristaltikos.) ► adjetivo 1 FISIOLOGÍA Se aplica al órgano que se puede contraer. 2 FISIOLOGÍA Que produce una contracción natural de estómago e intestinos que hace avanzar las materias por el tubo digestivo. ANTÓNIMO antiperistáltico * …   Enciclopedia Universal

  • κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… …   Dictionary of Greek

  • περίσταλση — η, Ν βιολ. ακούσιες κινήσεις και συσπάσεις τών επιμήκων και κυκλικών μυϊκών στιβάδων τού τοιχώματος κυρίως τού πεπτικού σωλήνα αλλά και άλλων, αγωγών τού σώματος, ο συνδυασμός τών οποίων χρησιμεύει για να βραχύνει και να πιέζει τα τοιχώματα ώστε… …   Dictionary of Greek

  • περισταλτισμός — Τύπος κινητικής δραστηριότητας, χαρακτηριστικής μερικών κοίλων οργάνων με μυϊκό τοίχωμα. Ο π. χαρακτηρίζεται από ένα κύμα σύσπασης που διατρέχει το όργανο και του οποίου προηγείται ένα κύμα διαστολής· αποτέλεσμα των διαδοχικών αυτών κινήσεων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»