-
1 περισσοφρων
-
2 ακριβως
1) точно, основательно(εἰδέναι Her.)
μήτε παντάπασιν ἁπλῶς, μήτε λίαν ἀ. Isocr. — ни чересчур упрощенно, ни слишком обстоятельно2) чрезвычайно, в совершенствеἀ. περισσόφρων Aesch. — обладающий совершенной мудростью
3) с большим трудом(ἀ. καὴ μόλις Plut.)
См. также в других словарях:
περισσόφρων — over wise masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσόφρων — ὁ, ἡ, Α 1. περισσόνους*, πάρα πολύ σώφρων, πολύ συνετός, εξαιρετικά φρόνιμος («ἢ οὐκ οἶσθ , ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων, ὅτι...», Αισχύλ.) 2. πάρα πολύ έξυπνος, πνευματώδης, ευφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
περισσοφρόνων — περισσόφρων over wise masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσόφρονας — περισσόφρων over wise masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek