-
1 περισσότης
A extravagance, excess, in pl., Isoc.10.7;π. μιαιφονιῶν D.C.77.16
; pomp,ἡ ἐν τοῖς βίοις π. καὶ πολυτέλεια Plb.9.10.5
.2 in style, redundancy, Hermog.Meth.5.3 ἐκ περισσότητος [κατηγορεῖν], ex abundanti, Aps.Rh.p.223 H.III of numbers, unevenness, opp. ἀρτιότης, Arist.Metaph. 1004b11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσότης
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
περίσσιος — και περίσσος, α, ο, ΝΜ 1. αυτός που πλεονάζει, που περισσεύει, ο περισσός, ο υπεράριθμος («εις τα περίσσια ανάμεσα κεριά και τες λαμπάδες», Σολωμ.) 2. άφθονος, πολύ πλούσιος σε κάτι («έχουν περίσσια κάλλη», Σολωμ.) 3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο,… … Dictionary of Greek