-
1 περισσότης
περισσότης, ητος, ἡ, att. - ττότης, Ueberfluß, Uebermaaß, Uebertreibung; im plur., neben ϑαυματοποιίαι, Isocr. 10, 7; Pracht, Pol. 9, 10, 5; Gesuchtheit, z. B. im Styl; auch Vorzüglichkeit, D. Sic. 1, 94.
-
2 περισσοτης
атт. περιττότης - ητος ἥ1) чрезмерность, избыток Isocr.2) превосходство(ἥ κατὰ τέν τέχνην π. Diod.)
3) изысканность, излишества(ἥ ἐν τοῖς βίοις π. Polyb.)
4) нечетность (sc. ἀριθμοῦ Arst.) -
3 περισσότης
περισσότηςextravagance: fem nom sg -
4 περισσότης
περισσότης, ητος, ἡ, Überfluß, Übermaß, Übertreibung; Gesuchtheit, im Stil; auch Vorzüglichkeit -
5 περισσότης
A extravagance, excess, in pl., Isoc.10.7;π. μιαιφονιῶν D.C.77.16
; pomp,ἡ ἐν τοῖς βίοις π. καὶ πολυτέλεια Plb.9.10.5
.2 in style, redundancy, Hermog.Meth.5.3 ἐκ περισσότητος [κατηγορεῖν], ex abundanti, Aps.Rh.p.223 H.III of numbers, unevenness, opp. ἀρτιότης, Arist.Metaph. 1004b11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσότης
-
6 περισσότητα
περισσότηςextravagance: fem acc sg -
7 περισσότητες
περισσότηςextravagance: fem nom /voc pl -
8 περισσότητος
περισσότηςextravagance: fem gen sg -
9 περιττότης
περισσότηςextravagance: fem nom sg (attic) -
10 περιττότησι
περισσότηςextravagance: fem dat pl (attic) -
11 περιττότησιν
περισσότηςextravagance: fem dat pl (attic) -
12 περιττότητα
περισσότηςextravagance: fem acc sg (attic) -
13 περιττότητας
περισσότηςextravagance: fem acc pl (attic) -
14 περιττότητες
περισσότηςextravagance: fem nom /voc pl (attic) -
15 περιττότητι
περισσότηςextravagance: fem dat sg (attic) -
16 περιττότητος
περισσότηςextravagance: fem gen sg (attic) -
17 ὑπερ-έκ-πτωσις
ὑπερ-έκ-πτωσις, ἡ, Uebertreibung; καὶ περισσότης Nicom. arithm. 1, 14; Longin.
См. также в других словарях:
περισσότης — extravagance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσότης — ητος, ἡ, ΜΑ βλ. περιττότητα … Dictionary of Greek
περισσότητα — περισσότης extravagance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσότητες — περισσότης extravagance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσότητος — περισσότης extravagance fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότης — περισσότης extravagance fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότησι — περισσότης extravagance fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότησιν — περισσότης extravagance fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότητα — περισσότης extravagance fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότητας — περισσότης extravagance fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότητες — περισσότης extravagance fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)