-
1 περισσό-νοος
περισσό-νοος, zsgzgn περισσόνους, von ausnehmendem, vorzüglichem Geiste, Verstande; Opp. Hal. 3, 12; Nonn.
См. также в других словарях:
περισσόνους — ουν, Α αυτός που έχει εξαιρετική διάνοια, μεγάλη αντίληψη, έξοχο νου («περισσόνους κούρη» Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + νους / νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. βραδύ νους] … Dictionary of Greek
περισσόφρων — ὁ, ἡ, Α 1. περισσόνους*, πάρα πολύ σώφρων, πολύ συνετός, εξαιρετικά φρόνιμος («ἢ οὐκ οἶσθ , ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων, ὅτι...», Αισχύλ.) 2. πάρα πολύ έξυπνος, πνευματώδης, ευφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek