-
1 περισπουδαστος
-
2 περισπούδαστος
περισπούδαστοςmuch sought after: masc /fem nom sg -
3 περισπούδαστος
ος, ο[ν]1) достойный изучения; значительный, важный;περισπούδαστοςη εργασία — очень важная работа;
2) ирон. слишком важный, напыщенный, надутый (о манере, стиле и т. п.) -
4 περισπούδαστος
περισπούδ-αστος, ον,A much sought after, much desired, Theopomp.Hist.114 ; ἔνδοξον καὶ π. D.H.Rh.7.3, cf. Muson.Fr.18 Bp.104 H.([comp] Comp.), Luc.Tim.38, Men. Rh.p.366S., etc.; τινι by one, M.Ant.5.36, Gal.6.519, Hdn.6.8.4, Iamb.Comm.Math.26, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισπούδαστος
-
5 περισπούδαστος
περι-σπούδαστος, sehr eifrig betrieben, gewünscht -
6 περισπουδαστότερον
περισπούδαστοςmuch sought after: adverbial compπερισπούδαστοςmuch sought after: masc acc comp sgπερισπούδαστοςmuch sought after: neut nom /voc /acc comp sg -
7 περισπουδαστότατον
περισπούδαστοςmuch sought after: masc acc superl sgπερισπούδαστοςmuch sought after: neut nom /voc /acc superl sg -
8 περισπουδάστως
περισπούδαστοςmuch sought after: adverbialπερισπούδαστοςmuch sought after: masc /fem acc pl (doric) -
9 περισπούδαστον
περισπούδαστοςmuch sought after: masc /fem acc sgπερισπούδαστοςmuch sought after: neut nom /voc /acc sg -
10 περισπουδαστότεροι
περισπούδαστοςmuch sought after: masc nom /voc comp pl -
11 περισπουδαστότερος
περισπούδαστοςmuch sought after: masc nom comp sg -
12 περισπουδάστοις
περισπούδαστοςmuch sought after: masc /fem /neut dat pl -
13 περισπουδάστου
περισπούδαστοςmuch sought after: masc /fem /neut gen sg -
14 περισπουδάστους
περισπούδαστοςmuch sought after: masc /fem acc pl -
15 περισπουδάστων
περισπούδαστοςmuch sought after: masc /fem /neut gen pl -
16 περισπούδαστα
περισπούδαστοςmuch sought after: neut nom /voc /acc pl -
17 περισπούδαστοι
περισπούδαστοςmuch sought after: masc /fem nom /voc pl -
18 περισπουδάστω
-
19 περισπουδάστῳ
См. также в других словарях:
περισπούδαστος — much sought after masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπούδαστος — η, ο / περισπούδαστος, ον, ΝΜΑ [περισπουδάζω] νεοελλ. 1. ο άξιος πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ αξιόλογος, πολύ σημαντικός, μνημειώδης («περισπούδαστο σύγγραμμα») 2. αυτός που γίνεται με πολλή σοβαρότητα, που φανερώνει πολλή μελέτη,… … Dictionary of Greek
περισπούδαστος — η, ο 1. ο άξιος σπουδής, ο μελέτης, ο αξιόλογος, ο σημαντικός: Περισπούδαστο έργο. 2. ο σοβαρός, ο σπουδαίος: Περισπούδαστο ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισπουδαστότερον — περισπούδαστος much sought after adverbial comp περισπούδαστος much sought after masc acc comp sg περισπούδαστος much sought after neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπουδαστότατον — περισπούδαστος much sought after masc acc superl sg περισπούδαστος much sought after neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπουδάστως — περισπούδαστος much sought after adverbial περισπούδαστος much sought after masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπούδαστον — περισπούδαστος much sought after masc/fem acc sg περισπούδαστος much sought after neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπουδαστότεροι — περισπούδαστος much sought after masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπουδαστότερος — περισπούδαστος much sought after masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπουδάστοις — περισπούδαστος much sought after masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπουδάστου — περισπούδαστος much sought after masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)