-
1 περισκυθιζω
-
2 περισκυθίζω
V 0-0-0-0-1=1 2 Mc 7,4 -
3 περισκυθίζω
II as a surgical operation, Gal.18(1).790 ([voice] Pass.): —hence [suff] περισκῠθ-ισμός, ὁ, Id.14.784 ; ὁ κατὰ θίξιν π. PMed. in Arch.Pap.4.270 (iii A. D.) ; cf. περισκυφίζω.III sens. obsc., AP12.95.6 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκυθίζω
-
4 περισκυθίζω
περι-σκυθίζω, die Haut des Hirnschädels nach skythischer Art abziehen, scalpieren, τινά, übh. die Haut abziehen, entblößen; im obszönen Sinne -
5 περισκυθίσαι
περισκυθίζωscalp in Scythian fashion: aor inf actπερισκυθίσαῑ, περισκυθίζωscalp in Scythian fashion: aor opt act 3rd sg -
6 περισκυθίσαντας
περισκυθίζωscalp in Scythian fashion: aor part act masc acc pl -
7 περισκυθίσαντες
περισκυθίζωscalp in Scythian fashion: aor part act masc nom /voc pl -
8 περι-σκῡτίζω
περι-σκῡτίζω, die Haut rings herunterziehen, v. l. für περισκυϑίζω.
-
9 σκυθίζω
(→ἀποσκυθίζω, περισκυθίζω,,)
См. также в других словарях:
περισκυθίζω — ΜΑ γδέρνω, αφαιρώ το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής κατά τον τρόπο τών Σκυθών, με σκοπό τον βασανισμό τού θύματος («προσέταξε γλωσσοτομεῑν καὶ περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν», ΠΔ) 2. παθ. περισκυθίζομαι κάνω εγχείρηση για να αφαιρέσω το τριχωτό δέρμα… … Dictionary of Greek
περισκυθίσαι — περισκυθίζω scalp in Scythian fashion aor inf act περισκυθίσαῑ , περισκυθίζω scalp in Scythian fashion aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκυθίσαντας — περισκυθίζω scalp in Scythian fashion aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκυθίσαντες — περισκυθίζω scalp in Scythian fashion aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκυθισμός — ὁ, Α [περισκυθίζω] η αφαίρεση τού τριχωτού δέρματος τής κεφαλής με εγχείρηση … Dictionary of Greek
περισκυθιστής — ὁ, Α [περισκυθίζω] 1. βασανιστής που αφαιρούσε το τριχωτό μέρος τού δέρματος τής κεφαλής, γδάρτης 2. γιατρός που εκτελούσε την εγχείρηση τής αφαίρεσης τού τριχωτού μέρους τού δέρματος τής κεφαλής … Dictionary of Greek