-
1 περισκελίδες
περισκελίςleg-band: fem nom /voc pl -
2 circumpediles
circumpedīles = περισκελίδες, Schuhe, Vulg. (Amiat.) Sirach 45, 10.
-
3 ἀμφι-δέα
ἀμφι-δέα, ἡ (δέω), nur im plur., das Herumgebundene, Her. 2, 70, Fußketten od. Bänder der Krokodile. Bei Paul. Sil. 45 (VI, 75) sind χρύσεαι ἀμφιδέαι goldene Ringe an den Spitzen des Bogens. Nach Poll. 7, 96 u. Harpocr. bei Ar. Th. frg. 6 περισκελίδες, u. bei Lysias eiserne Ringe, womit die Thürslüget an den Angeln festgehalten wurden, damit sie nicht ausgehoben werden konnten; vgl. Iuvenal. 3, 304. – Hippocr. sagte auch τὰ ἀμφίδεα, der äußerste Saum; die Form ἀμφίδεες ist aber sehr zw.
-
4 circumpediles
circumpedīles = περισκελίδες, Schuhe, Vulg. (Amiat.) Sirach 45, 10.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > circumpediles
-
5 βουπάλινα
βουπάλινα, τά, prob.A = βουβάλια (v. βουβάλιον), SIG2588.171 (Delos, ii B. C.):—also [full] βουπαλίδες· περισκελίδες, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουπάλινα
-
6 περισκελίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκελίς
-
7 χρυσοψέλια
χρῡσο-ψέλια, τά,A = περισκελίδες, Gloss. (crisobsella cod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοψέλια
-
8 βουβάλιον 1
βουβάλιον 1.Grammatical information: n.Meaning: `bracelet' (Com., inscr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown; β\/π points to Pre-Greek (not from πάλλω!). For the suffix - ιν- Fur. 145, 373 refers to γοσσύπινον, ἀπόλινον. The word is hardly connected with βούβαλις `antilope' (with Robert, Noms indigènes 24-30).Page in Frisk: 1,255-256Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βουβάλιον 1
-
9 περιβᾱρίδες
περιβᾱρίδεςGrammatical information: f. pl.Meaning: `kind of women's shoes' (Com.).Other forms: also περίβαρα n. pl. `id.' (Poll., H., Phot.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like περισκελίδες `foot-clasps, -rings', but further unclear foreign word. Comically after βᾶρις Egypt. name of a ship ? Illyrian hypothesis, to ne rejected, by v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.Page in Frisk: 2,513Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > περιβᾱρίδες
См. также в других словарях:
περισκελίδες — περισκελίς leg band fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
βομβωνάρια — βομβωνάρια, τα (Μ) [βομβών] βρακιά, περισκελίδες … Dictionary of Greek
βράκα — Αντρικό ή γυναικείο ευρύχωρο ένδυμα που περιβάλλει το σώμα από τη μέση έως τα γόνατα ή τους αστραγάλους. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική braca. Χαρακτηριστική θεωρείται η κρητική β., που εμφανίστηκε στο νησί στις αρχές του 16ου αι. Φαίνεται ότι … Dictionary of Greek
εσωβρακοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει εσωτερικές περισκελίδες (σώβρακα) … Dictionary of Greek
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
περιβαρίδες — αἱ, Α είδος γυναικείων υποδημάτων, λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α συνθετικό την πρόθεση περί (πρβλ. περισκελίδες). Αμφίβολη όμως παραμένει η προέλευση τού β συνθετικού,… … Dictionary of Greek
σκελέα — η, ΝΑ νεοελλ. στρ. εσωτερική περισκελίδα, εσώρουχο σε σχήμα κοντού παντελονιού, σώβρακο αρχ. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σκελέαι περισκελίδες, αναξυρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + κατάλ. έα (πρβλ. χιτων έα)] … Dictionary of Greek
υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… … Dictionary of Greek
χρυσοψέλια — τὰ, Μ περισκελίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ψέλιον «κρίκος, βραχιόλι»] … Dictionary of Greek
Σάκες — Οι Σκύθες του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας, πολεμικός νομαδικός λαός που κατοικούσε σε δάση και σπήλαια. Νικήθηκαν από τον Κύρο το Μεγάλο και υποτάχτηκαν από το Δαρείο A’. Πολέμησαν στο Μαραθώνα το 490 π.Χ., όπου κατέχοντας το μέσο της… … Dictionary of Greek