-
1 περισαλπιζω
трубить вокругοὐ περισεσάλπισται (pf. pass.) Plut. — вокруг него не звучали трубы, т.е. он еще в сражениях не бывал
См. также в других словарях:
περισαλπίζω — ΜΑ 1. σαλπίζω γύρω από κάτι, ηχώ με τη σάλπιγγα γύρω από κάτι («ὧν ἄν ὁ μῡθος περισαλπίσῃ τὰ ὦτα», Συνέσ.) 2. παθ. φρ. «οὐ περισεσάλπισται [ή ικται]» ποτέ δεν ήχησαν οι σάλπιγγες γύρω από αυτόν (Πλούτ.) … Dictionary of Greek
περισαλπίσῃ — περισαλπίζω sound trumpets around aor subj mid 2nd sg περισαλπίζω sound trumpets around aor subj act 3rd sg περισαλπίζω sound trumpets around fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαλπίζει — περισαλπίζω sound trumpets around pres ind mp 2nd sg περισαλπίζω sound trumpets around pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαλπίζοντα — περισαλπίζω sound trumpets around pres part act neut nom/voc/acc pl περισαλπίζω sound trumpets around pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαλπιζομένη — περισαλπίζω sound trumpets around pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαλπιζόμενος — περισαλπίζω sound trumpets around pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαλπίζεσθαι — περισαλπίζω sound trumpets around pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαλπίζουσαν — περισαλπίζω sound trumpets around pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαλπίσαντος — περισαλπίζω sound trumpets around aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαλπισμός — ὁ, Α [περισαλπίζω] το να σαλπίζει κανείς γύρω από κάτι, το να ηχεί γύρω γύρω με τη σάλπιγγα … Dictionary of Greek