-
1 περιρραπιζω
-
2 περιρραπίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιρραπίζω
-
3 περιῤῥαπίζω
περιῤ-ῥαπίζω, rings umpeitschen, -schlagen -
4 περιρραπίζων
περιρραπίζωlash round about: pres part act masc nom sg
См. также в других словарях:
περιρραπίζω — Α [ραπίζω] χτυπώ κάτι γύρω γύρω, από όλες τις πλευρές … Dictionary of Greek
περιρραπίζων — περιρραπίζω lash round about pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)