-
1 περιρραντηρίω
-
2 περιρραντηρίῳ
См. также в других словарях:
περιρραντηρίῳ — περιρραντήριον utensil for besprinkling neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 περιρραντηρίω
2 περιρραντηρίῳ
περιρραντηρίῳ — περιρραντήριον utensil for besprinkling neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)