Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περιπόλησις

См. также в других словарях:

  • περιπόλησις — revolution fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [περιπολώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπολώ, περιφορά γύρω από κάτι 2. (για αστέρες) περιστροφή («ἄπειρός τις τῶν οὐρανίων σωμάτων περιπόλησις», Ιω. Λυδ.) 3. φρ. «περιπόλησις ψυχῆς» (στη μετεμψύχωση) επαναστροφή τής ψυχής …   Dictionary of Greek

  • περιπολήσει — περιπόλησις revolution fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιπολήσεϊ , περιπόλησις revolution fem dat sg (epic) περιπόλησις revolution fem dat sg (attic ionic) περιπολέω go round aor subj act 3rd sg (epic) περιπολέω go round fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπολήσεις — περιπόλησις revolution fem nom/voc pl (attic epic) περιπόλησις revolution fem nom/acc pl (attic) περιπολέω go round aor subj act 2nd sg (epic) περιπολέω go round fut ind act 2nd sg περιπολέω go round aor subj act 2nd sg (epic) περιπολέω go round… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπολήσεσι — περιπόλησις revolution fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ZODIACUS — alias Signifer, curculus est in Astronomia notissimus. Eius obliquitatem primus intellexit, hoc es,t rerum fores aperuit Anaximander Milesius, docente Pliniô, l. 2. c. 8. Fuit autem is Thaletis auditor, et docuit, terram se habere in star centri… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περιπολία — η, ΝΑ, ιων. τ. περιπολίη Α [περίπολος] νεοελλ. 1. στρ. η ενέργεια τού περιπολώ, η φρούρηση ενός στρατιωτικής σημασίας στόχου με μικρή ένοπλη δύναμη, η οποία περιφέρεται μέσα στον αντίστοιχο τόπο ή κινείται περιμετρικά γύρω από αυτόν 2. η… …   Dictionary of Greek

  • περιπόλευσις — εύσεως, ἡ, Α [περιπολεύω] (για τους αστέρες) περιστροφή, περιπόλησις* …   Dictionary of Greek

  • περιπόλημα — τὸ, Α [περιπολώ] αστρον. περιπόλησις* …   Dictionary of Greek

  • περιπολήσεων — περιπολήσεω̆ν , περιπόλησις revolution fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπολήσεως — περιπολήσεω̆ς , περιπόλησις revolution fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»