-
1 περιπόλημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπόλημα
-
2 περιπολήματι
περιπόλημαneut dat sg -
3 περιπόλισμα
A = περιπόλημα, Vett. Val.331.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπόλισμα
См. также в других словарях:
περιπόλημα — τὸ, Α [περιπολώ] αστρον. περιπόλησις* … Dictionary of Greek
περιπολήματι — περιπόλημα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλισμα — τὸ, Α αστρον. περιπόλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπόλημα, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek