Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

περιποίκιλος

См. также в других словарях:

  • περιποίκιλος — variegated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποίκιλος — ον, Α αυτός που φέρει πολλά ποικίλματα ή αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποικίλος «πολύχρωμος»] …   Dictionary of Greek

  • περιποίκιλον — περιποίκιλος variegated masc/fem acc sg περιποίκιλος variegated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»