-
1 περιποιπνύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιποιπνύω
-
2 περιποιπνύω
περι-ποιπνύω, hurtig umgeben od. verfolgen
См. также в других словарях:
περιποιπνύω — Α (ποιητ. τ.) (το ενεργ. και το μέσ.) περικυκλώνω γρήγορα ή καταδιώκω κάποιον με μεγάλη ταχύτητα («θῶας ὑπερφιάλους ἔλαφον περιποιπνύεσθαι ἀγρομένους», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποιπνύω «υπηρετώ, θεραπεύω»] … Dictionary of Greek