-
1 περιποδίην
περιπόδιοςgoing round the feet: fem acc sg (epic ionic)περιποδίηgoing round the feet: fem acc sg (epic ionic) -
2 περιπόδιος
II Subst. [full] περιπόδιον, τό, part about the feet, Ptol. Alm.7.5; [full] περιποδίη ([dialect] Ion.), ἡ, foot-bandage, Hp. ap. Gal.19.130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπόδιος
См. также в других словарях:
περιποδίη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. περιπόδιος … Dictionary of Greek
περιπόδιος — α, ο / περιπόδιος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. ιων. τ. περιποδίη Α νεοελλ. (μόνον το ουδ. ως ουσ.) το περιπόδιο περίβλημα που φοριέται γύρω από τα πόδια, η κάλτσα αρχ. 1. αυτός που τοποθετείται γύρω από τα πόδια, που τά περιβάλλει («τὸν περιπόδιον κόσμον»,… … Dictionary of Greek
περιποδίην — περιπόδιος going round the feet fem acc sg (epic ionic) περιποδίη going round the feet fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)