-
1 περιπνοη
-
2 περιπνοα
См. также в других словарях:
περιπνοή — ἡ, Α [περιπνέω] 1. πνοή, φύσημα ανέμου από όλες τις κατευθύνσεις, από παντού 2. αερισμός … Dictionary of Greek
περιπνοαῖς — περιπνοή blowing round about fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπνοια — ἡ, Α [περίπνους] περιπνοή … Dictionary of Greek
περιπνοάς — περιπνοά̱ς , περιπνοή blowing round about fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)