-
1 περιπλεκω
(aor. pass. περιεπλάκην - эп. περιπλέχθην) тж. med.1) обвивать(ся), обнимать, обхватыватьἱστῷ περιπλεχθείς Hom. — охватив мачту;
περιπλέκονται ἀλλήλοις οἱ ὄφεις Arst. — змеи обвивают друг друга;π. τινὴ τὰ δεσμά Luc. — охватить кого-л. путами2) путать, запутывать, затруднять(τὸν λόγον Luc.)
ἔσται σοι περιπεπλεγμένον μᾶλλον τοῦ δέοντος Plat. — это причинит тебе лишние затруднения;οὐκ ἀληθινέ φιλία, ἀλλὰ περιπλεκομένη Plat. — не истинная, а чем-то осложненная (досл. запутанная) дружба3) произносить путанные речи, говорить обиняками(π. ὅλην τέν ἡμέραν Aesch.)
-
2 περιπλέκω
(αόρ. περιέπλεξα) μετ.1) усложнять, осложнять; 2) впутывать, запутывать; 3) ставить преграды, чинить препятствия (чему-л.); затруднять (что-л.) -
3 περιπλέκω
[пэрипэлэко] р. вплетать, (μεταφ.) запутывать, усложнять что-либо,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιπλέκω
-
4 περιπλέκω
[пэрипэлэко] ρ вплетать, (μεταφ) запутывать, усложнять что-либо.
См. также в других словарях:
περιπλέκω — twine pres subj act 1st sg περιπλέκω twine pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλέκω — περιπλέκω, περιέπλεξα βλ. πίν. 25 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
περιπλέκω — περίπλεξα, περιπλέχτηκα, περιπλεγμένος, μπλέκω, μπερδεύω, δυσκολεύω, εμποδίζω: Η υπόθεση περιπλέχτηκε άσχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπεπλεγμένα — περιπλέκω twine perf part mp neut nom/voc/acc pl περιπεπλεγμένᾱ , περιπλέκω twine perf part mp fem nom/voc/acc dual περιπεπλεγμένᾱ , περιπλέκω twine perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλέκεσθε — περιπλέκω twine pres imperat mp 2nd pl περιπλέκω twine pres ind mp 2nd pl περιπλέκω twine imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλέκῃ — περιπλέκω twine pres subj mp 2nd sg περιπλέκω twine pres ind mp 2nd sg περιπλέκω twine pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπεπλεγμέναι — περιπλέκω twine perf part mp fem nom/voc pl περιπεπλεγμένᾱͅ , περιπλέκω twine perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπεπλεγμένον — περιπλέκω twine perf part mp masc acc sg περιπλέκω twine perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλακέντα — περιπλέκω twine aor part pass neut nom/voc/acc pl περιπλέκω twine aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλακέντων — περιπλέκω twine aor part pass masc/neut gen pl περιπλέκω twine aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)