Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

περιπετειώδης

См. также в других словарях:

  • περιπετειώδης — ες, Ν γεμάτος περιπέτειες, αυτός που χαρακτηρίζεται από πλήθος περιπετειών («περιπετειώδες ταξίδι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπέτεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • περιπετειώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο γεμάτος από περιπέτειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • θυελλώδης — ες (Α θυελλώδης, ες) [θύελλα] όμοιος με θύελλα, τρικυμιώδης, ανεμόδαρτος, ανεμοδαρμένος νεοελλ. 1. μτφ. ασυγκράτητος, ακατάσχετος 2. μτφ. ταραχώδης, πολυτάραχος, περιπετειώδης («θυελλώδεις συζητήσεις»). επίρρ... θυελλωδώς με θυελλώδη τρόπο,… …   Dictionary of Greek

  • μυριόκλωστος — μυριόκλωστος, η, ον (Μ) 1. κλωσμένος μύριες φορές 2. μτφ. (για τον χρόνο) γεμάτος κακοτυχίες, περιπετειώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κλωστος (< κλώθω)] …   Dictionary of Greek

  • οδυσσειακός — ή, ό (Α ὀδυσσειακός, ή, όν) [Οδύσσεια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Οδύσσεια ή αυτός που αρμόζει στην Οδύσσεια νεοελλ. μτφ. περιπετειώδης αρχ. φρ. «Ὀδυσσειακὴ προσῳδία» τίτλος έργου τού Ηρωδιανού …   Dictionary of Greek

  • πολυδιήγητος — η, ο, Ν 1. (για γεγονός) αυτός που απαιτεί πολύ χρόνο για να τόν διηγηθεί κανείς 2. συνεκδ. περιπετειώδης («πολυδιήγητη εκδρομή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διήγητος (< διηγούμαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • πολυκύμαντος — η, ο / πολυκύμαντος, ον, ΝΜ νεοελλ. πολυτάραχος, περιπετειώδης (α. «πολυκύμαντη σταδιοδρομία», β. «πολυκύμαντος βίος») μσν. αυτός που κυματίζει πολύ, που έχει πολλά κύματα («πολυκύμαντος θάλασσα», Άννα Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμαντος… …   Dictionary of Greek

  • πολυτάραχος — η, ο / πολυτάραχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προκαλεί, που επιφέρει πολλή ταραχή, ο αίτιος πολλού θορύβου, ο ταραχώδης 2. (για θάλασσα) τρικυμιώδης νεοελλ. μτφ. περιπετειώδης («πολυτάραχη ζωή»). επίρρ... πολυτάραχα Ν με πολυτάραχο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πολύζαλος — ον, Α γεμάτος ζάλη, ταραχώδης, περιπετειώδης («τὴν πολύζαλον τοῦ βίου διαπλέειν θάλασσα», Καισάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζάλη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»