-
1 περιπατούν
περιπατέωwalk up and down: pres part act masc voc sg (attic epic doric)περιπατέωwalk up and down: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)περιπατέωwalk up and down: pres part act masc voc sg (attic epic doric)περιπατέωwalk up and down: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric) -
2 περιπατοῦν
περιπατέωwalk up and down: pres part act masc voc sg (attic epic doric)περιπατέωwalk up and down: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)περιπατέωwalk up and down: pres part act masc voc sg (attic epic doric)περιπατέωwalk up and down: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric) -
3 Μουσεῖον
Μουσεῖον, τό,2 home of music or poetry, μουσεῖα θρηνήμασι ξυνῳδά choirs chiming in with dirges, E.Hel. 174 (lyr.); ἀηδόνων μ. choir of nightingales, Id.Fr.88; parodiedχελιδόνων μουσεῖα Ar.Ra. 93
;τὸ Νυμφῶν νᾶμά τε καὶ μ. λόγων Pl.Phdr. 278b
(but μουσεῖα λόγων, οἷον διπλασιολογία κτλ. gallery of tropes, ib. 267b): generally, school of art or letters, τὸ τῆς Ἑλλάδος μ., of Athens, Ath.5.187d, cf. Plu.2.736d; τὸ τῆς φύσεως μ., a phrase of Alcidamas censured by Arist. Rh. 1406a25.3 a Museum, i. e. a philosophical school and library, such as that of Plato at Athens, D.L.4.1, etc.; at Alexandria, Str.17.1.8, BMus.Inscr. 1076 ([place name] Antinoe), etc.; περιπατοῦν M. 'a walking library', of Longinus, Eun.VSp.456 B.III as the title of a book, Alcid. ap. Stob. 4.52.22.IV Μουσεῖα, τά, festival of the Muses, Paus.9.31.2: sg., Ath.14.629a;τὰ Μ. θῦσαι Phld.Acad.Ind.p.41
M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μουσεῖον
См. также в других словарях:
περιπατοῦν — περιπατέω walk up and down pres part act masc voc sg (attic epic doric) περιπατέω walk up and down pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) περιπατέω walk up and down pres part act masc voc sg (attic epic doric) περιπατέω walk up and… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
μουσείο — Η λέξη Μουσείον στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε τέμενος των Μουσών. Σήμερα ονομάζεται μ. ένα ίδρυμα που έχει σκοπό τη συγκέντρωση και τη διατήρηση συλλογών έργων τέχνης, διάφορων αντικειμένων και προϊόντων, συλλογών φυσικής ιστορίας ή ιστορικών… … Dictionary of Greek
περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… … Dictionary of Greek