-
1 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
2 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
3 ограниченный
ограниченн||ый1. прич. от ограничить.2. прил (небольшой, умеренный) περιορισμένος:\ограниченныйые размеры ἡ περιορισμένη ἔκταση· \ограниченныйые круги́ περιορισμένοι κύκλοι·3. прил (о человеке, уме и т. п.) στενοκέφαλος:\ограниченныйый человек ἀνθρωπος μέ περιορισμένο μυαλό. -
4 μυαλό
τό1) мозг;μυαλά τηγανητά — кул. жареные мозги;
2) ум, разум, рассудок;φωτεινό μυαλό — светлая голова;
γερό ( — или τετραγωνικό) μυαλό — ясный ум;
περιορισμένο μυαλό — ограниченный ум;
του ήρθε στο μυαλό — ему пришло на ум;
§ βάζω το μυαλό μου να δουλέψει — шевелить мозгами;
βάζω μυαλό σε κάποιον — учить уму-разуму;
φουσκώνω τα μυαλά κάποιου — а) внушать, вбивать кому-л. в голову; — б) заставлять кого-л. терять чувство реального;
δεν έπήξε ακόμα το μυαλό του — он ещё умственно не созрел; — у него незрелый ум;
τίναξε τα μυαλά του στον αέρα — или κάπνισε τα μυαλά του — он пустил себе пулю в лоб;
πήραν τα μυαλά του αέρα — он зазнался; — у него закружилась голова от успехов;
αυτή τού πήρε το μυαλό — она ему вскружила голову, она его свела с ума;
δεν το βγάζω απ' το μυαλό μου — не могу выкинуть из головы;
βάλ' το καλά στο μυαλό σου — заруби себе на носу;
πού το είχες το μυαλό σου; — а где у тебя голова была?;
βάζω μυαλό — браться за ум;
έχει θηλυκό μυαλό — или τό μυαλό του γεννάει — у него голова хорошо варит;
άλλο 'έχει στο μυαλό του — у него другое на уме;
όσα μυαλά τόσες γνώμες — погов, сколько голов, столько умов
-
5 закрытый
επ. από μτχ.1. κλεισμένος, κλειστός•дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλειδωμένη•
-ая машина κλειστό αυτοκίνητο•
газета закрытыйая правительством εφημερίδα, κλεισυέμένη από την κυβέρνηση (που κλείστηκε από την κυβέρνηση)•
закрытый воротник κλειστός γιακάς•
-ые границы κλειστά σύνορα.
2. όχι, για όλους, για περιορισμένο αριθμό•-ое партийное собрание κλειστή κομματική συνέλευση.
3. κρυφός μη φανερός•-ая форма туберкулеза κλειστή μορφή φυματίωσης.
εκφρ.- ое голосование – μυστική ψηφοφορία•- ое письмо – κλειστό γράμμα•- ые туфли – κλειστά παπούτσια•-ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών•в -ом помещении – σε κλειστό χώρο. -
6 мещанин
-а, πλθ. -щане, -щан α.1. μικροαστός.2. μτφ. άνθρωπος μικροσυμφεροντολόγος, με περιορισμένο κύκλο γνώσεων, φιλισταίοςεκφρ.мещанин во дворянстве – αρχοντοχωριάτης. -
7 узкий
επ., βρ: узок, узка, узко; уже.1. στενός•узкий и длинный στενόμακρος•
-ая лента στενή ταινία•
σφιχτός•-ое платье στενό φόρεμα•
-ие туфли στενά παπούτσια.
2. μτφ. περιορισμένος•узкий круг знакомых στενός κύκλος γνωστών•
-ое совещание στενή σύσκεψη (ολιγομελής)•
узкий политический кругозор στενός πολιτικός ορίζοντας.
3. (γλωσ.) προφερόμενος με περιορισμένο το άνοιγμα του στόματος•узкий гласный στενό φωνήεν.
εκφρ.- ое место – τρωτό σημείο. -
8 филистер
-а α. (γραπ. λόγος) άνθρωπος με περιορισμένο πνευματικό ορίζοντα, φιλισταί-ος• μικροαστός.
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek