-
1 περιοδεύσαι
-
2 περιοδεῦσαι
-
3 διαπορητικός
A at a loss, hesitating, Plu.2.395a.II Adv. - κῶς in the form of a question,περιοδεῦσαι Hermog.Inv.4.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπορητικός
См. также в других словарях:
περιοδεῦσαι — περιοδεύω go all round aor inf act περϊοδεῦσαι , περιοδεύω go all round aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδεύω — ΝΜΑ ταξιδεύω γύρω γύρω, περιέρχομαι, μετακινούμαι από τόπο σε τόπο, πηγαίνω σε όλα τα σημεία περιοχής (α. «οι υποψήφιοι βουλευτές περιοδεύουν στην ύπαιθρο» β. «οὕς ἐξαπέστειλεν ὁ Κύριος περιοδεῡσαι τὴν γῆν», Ωριγ.) νεοελλ. το ουδ. εν. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek