-
1 περιξεστος
-
2 περιξεστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιξεστός
-
3 περίξεστος
περί-ξεστος: polished on every side, Od. 12.79†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περίξεστος
-
4 περιξεστός
περι-ξεστός, ringsum behauen, geglättet, von Stein, Holz -
5 περιξεστή
-
6 περιξεστῇ
-
7 περιξεστού
-
8 περιξεστοῦ
-
9 περιξεστώ
-
10 περιξεστῷ
См. также в других словарях:
περίξεστος — η, ο, Ν [περιξέω] αυτός που έχει ξεστεί ή λαξευθεί γύρω γύρω … Dictionary of Greek
περιξεστός — ή, όν, Α [περιξέω] ξεσμένος, στιλβωμένος γύρω γύρω … Dictionary of Greek
περιξεστοῦ — περιξεστός polished round about masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξεστῇ — περιξεστός polished round about fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιξεστῷ — περιξεστός polished round about masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)