Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περιξεστός

См. также в других словарях:

  • περίξεστος — η, ο, Ν [περιξέω] αυτός που έχει ξεστεί ή λαξευθεί γύρω γύρω …   Dictionary of Greek

  • περιξεστός — ή, όν, Α [περιξέω] ξεσμένος, στιλβωμένος γύρω γύρω …   Dictionary of Greek

  • περιξεστοῦ — περιξεστός polished round about masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιξεστῇ — περιξεστός polished round about fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιξεστῷ — περιξεστός polished round about masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»