-
1 περιμήκης
περιμήκηςmasc /fem acc pl (attic epic doric)περιμήκηςmasc /fem nom /voc pl (doric aeolic)περιμήκηςmasc /fem nom sg -
2 περιμηκης
дор. περιμάκης 2(κοντός, ὄρος Hom.; λίθος Her.)
-
3 περιμήκης
περι-μήκης ( μῆκος), neut. περίμηκες: very long, very tall or high.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > περιμήκης
-
4 περιμήκης
περι-μήκης, ες, sehr lang; sehr hoch -
5 περιμηκέστερον
περιμήκηςadverbial compπεριμήκηςmasc acc comp sgπεριμήκηςneut nom /voc /acc comp sg -
6 περιμήκει
περιμήκηςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)περιμήκηςmasc /fem /neut dat sgπεριμήκεϊ, περιμήκηςdat sg (epic) -
7 περιμήκη
περιμήκηςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)περιμήκηςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)περιμήκηςmasc /fem acc sg (attic epic doric) -
8 περιμηκεστάτων
περιμήκηςfem gen superl plπεριμήκηςmasc /neut gen superl pl -
9 περιμηκέστατα
περιμήκηςadverbial superlπεριμήκηςneut nom /voc /acc superl pl -
10 περιμηκέστατον
περιμήκηςmasc acc superl sgπεριμήκηςneut nom /voc /acc superl sg -
11 περιμήκεα
περιμήκηςneut nom /voc /acc pl (epic ionic)περιμήκηςmasc /fem acc sg (epic ionic) -
12 περιμήκεις
περιμήκηςmasc /fem acc plπεριμήκηςmasc /fem nom /voc pl (attic epic) -
13 περίμηκες
περιμήκηςmasc /fem voc sgπεριμήκηςneut nom /voc /acc sg -
14 περιμηκεστάτους
περιμήκηςmasc acc superl pl -
15 περιμηκεστέροις
περιμήκηςmasc /neut dat comp pl -
16 περιμηκέστερα
περιμήκηςneut nom /voc /acc comp pl -
17 περιμήκεας
περιμήκηςmasc /fem acc pl (epic ionic) -
18 περιμήκεες
περιμήκηςmasc /fem nom /voc pl (epic ionic) -
19 περιμήκεος
περιμήκηςmasc /fem /neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
20 περιμήκεσι
περιμήκηςmasc /fem /neut dat pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιμήκης — masc/fem acc pl (attic epic doric) περιμήκης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) περιμήκης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμήκης — ίμηκες, και δωρ. τ. περιμάκης, Α 1. πολύ μακρύς (α. «περιμήκεα κοντόν», Ομ. Οδ. β. «περιμήκεϊ ῥάβδῳ», Ομ. Οδ.) 2. πολύ ψηλός («περίμηκες ὄρος», Ομ. Οδ.) 3. πολύ μεγάλος, υπέρογκος («οἴκημα περίμηκες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μήκης (<… … Dictionary of Greek
περιμηκέστερον — περιμήκης adverbial comp περιμήκης masc acc comp sg περιμήκης neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμήκει — περιμήκης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) περιμήκης masc/fem/neut dat sg περιμήκεϊ , περιμήκης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμήκη — περιμήκης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιμήκης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περιμήκης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμηκεστάτων — περιμήκης fem gen superl pl περιμήκης masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμηκέστατα — περιμήκης adverbial superl περιμήκης neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμηκέστατον — περιμήκης masc acc superl sg περιμήκης neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμήκεα — περιμήκης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) περιμήκης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμήκεις — περιμήκης masc/fem acc pl περιμήκης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίμηκες — περιμήκης masc/fem voc sg περιμήκης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)