Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

περιλούω

См. также в других словарях:

  • περιλούω — ΝΜΑ λούζω από παντού, ρίχνω νερό σε όλα τα μέρη, περιβρέχω νεοελλ. απευθύνω σε κάποιον υβριστικά λόγια («τόν περιέλουσε για καλά») …   Dictionary of Greek

  • προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… …   Dictionary of Greek

  • περιέλουον — περϊέλουον , περιλούω wash all over imperf ind act 3rd pl περϊέλουον , περιλούω wash all over imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …   Dictionary of Greek

  • καταντλώ — καταντλῶ, έω (AM) 1. χύνω άφθονο νερό ή υγρό πάνω σε κάποιο αντικείμενο, περιλούω 2. κατακλύζω με φλυαρία, φλυαρώ ακατάσχετα …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • ξεχέζω — βρίζω κάποιον με άγριο τρόπο, περιλούω κάποιον με βαρείς χαρακτηρισμούς και βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ χέζω (αόρ. ἐξ έχεσα), βλ. λ. ξ (ε) ] …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιλούζω — Ν βλ. περιλούω* …   Dictionary of Greek

  • προκαταντλώ — έω, Α αντλώ ή χύνω τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταντλῶ «χύνω, περιλούω»] …   Dictionary of Greek

  • περιελοῦμεν — περϊελοῦμεν , περιαιρέω take away something that surrounds fut ind act 1st pl (attic epic doric) περϊελοῦμεν , περιλούω wash all over imperf ind act 1st pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»