-
1 περιλουω
См. также в других словарях:
περιλούω — ΝΜΑ λούζω από παντού, ρίχνω νερό σε όλα τα μέρη, περιβρέχω νεοελλ. απευθύνω σε κάποιον υβριστικά λόγια («τόν περιέλουσε για καλά») … Dictionary of Greek
προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… … Dictionary of Greek
περιέλουον — περϊέλουον , περιλούω wash all over imperf ind act 3rd pl περϊέλουον , περιλούω wash all over imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
καταντλώ — καταντλῶ, έω (AM) 1. χύνω άφθονο νερό ή υγρό πάνω σε κάποιο αντικείμενο, περιλούω 2. κατακλύζω με φλυαρία, φλυαρώ ακατάσχετα … Dictionary of Greek
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
ξεχέζω — βρίζω κάποιον με άγριο τρόπο, περιλούω κάποιον με βαρείς χαρακτηρισμούς και βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ χέζω (αόρ. ἐξ έχεσα), βλ. λ. ξ (ε) ] … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιλούζω — Ν βλ. περιλούω* … Dictionary of Greek
προκαταντλώ — έω, Α αντλώ ή χύνω τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταντλῶ «χύνω, περιλούω»] … Dictionary of Greek
περιελοῦμεν — περϊελοῦμεν , περιαιρέω take away something that surrounds fut ind act 1st pl (attic epic doric) περϊελοῦμεν , περιλούω wash all over imperf ind act 1st pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)